Εκείνο το απόγευμα ο Άρης ετοιμαζόταν να πάει να βρει τον Χρήστο που ανησυχούσε από χθες γι' αυτόν.
Φορούσε ένα μαύρο παντελόνι και ένα τζιν πουκάμισο και μοσχοβολούσε άρωμα από την κορυφή ως τα νύχια.
«Για που το έβαλες πάλι;» πετάχτηκε η Δανάη μπαίνοντας στο δωμάτιό του.
«Πρώτον την πόρτα την χτυπάμε αν θες να αποφύγεις τις δυσάρεστες εκπλήξεις».
«Το να σε δω γυμνό ας πούμε;» είπε γελώντας.
«Δε το έχεις καθόλου με το χιούμορ» είπε κοιτάζοντας την αδερφή του από τον καθρέφτη.
«Είχα βλαμμένο δάσκαλο γι' αυτό».
Ο Άρης της έριξε μια επιθετική ματιά. «Εγώ λέω να πας να δεις τη μάνα σου αντί να κάθεσαι μέρα νύχτα στο σπίτι λες και είσαι λεχώνα και να πουλάς ειρωνεία».
«Θα πάω και μην μου μιλάς εμένα έτσι» είπε σταυρώνοντας τα χέρια της.
«Πρόσεχε όμως μην χάσεις και αυτούς που σε αγαπάνε περισσότερο από τον εαυτό τους».
«Κι εγώ τους αγαπώ και τους θέλω στη ζωή μου, τι θες να πεις με αυτό;»
«Άστο» είπε κατεβαίνοντας τη σκάλα.
Η Δανάη τον ακολούθησε.
Το μάτι του έπεσε στην κάρτα τηλεφώνου που είχε ο δώσει ο Σταύρος στη Δανάη η οποία ήταν ακουμπισμένη στον πάγκο κι επειδή ήταν μακριά, πλησίασε για να την δει καλύτερα. Βλέποντας την κάρτα κοίταξε τη Δανάη κατάματα.
«Κατά τα άλλα τους θες στη ζωή σου» είπε και φεύγοντας έκλεισε με δύναμη την πόρτα.
Η Μελίνα ξαπλώνοντας στο μεγάλο και άνετο κρεβάτι της ήταν προσηλωμένη στην τηλεόραση και παρακολουθούσε ειδήσεις. Δε συνηθίζει να βλέπει ειδήσεις εκτός και αν έχει συμβεί κάτι πολύ σοβαρό που θα την ενδιέφερε.
«Τι βλέπεις εκεί;» είπε η Εύα και κάθησε στο πάτωμα.
«Για ένα κορίτσι μόλις 15 ετών που έχασε τη ζωή του επειδή αντιστάθηκε σε έναν βιασμό».
Η Εύα κάθησε απότομα στην άλλη μεριά του κρεβατιού. «Πω πω τι γίνεται στον κόσμο.
Η Μελίνα πάτησε το τηλεκοντρόλ για να κλείσει η τηλεόραση. «Αυτή είναι η σημερινή κοινωνία μας. Ένα μαύρο χάλι που όσο πάει και χειροτερεύει».
«Λέω να κάνουμε κάτι εποικοδομητικό μιας και είμαστε μόνες μας, τι λες;»
«Λέω να βγεις έξω γιατί θέλω να κάνω ένα μπάνιο και να πάρω τον Άρη τηλέφωνο» είπε ψαχουλεύοντας το συρτάρι της.
«Χαιρετίσματα να του πεις» είπε η Εύα φεύγοντας από το δωμάτιο της αδερφής της.
Εκείνη δίχως να απαντήσει τράβηξε από το συρτάρι μια φαρδιά άσπρη μπλούζα, ένα στενό κοντό σορτς και μπήκε να κάνει ένα χαλαρωτικό ζεστό μπάνιο. Σκεφτόταν τον Άρη και πόσο δύσκολο θα ήταν να τον αφήσει πίσω της. Καταβάθος ήθελε να τον πάρει μαζί της να ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή από την αρχή. Μόνοι τους. Τον αγαπούσε με όλη της την καρδιά και δεν ήξερε αν θα άντεχε να μην τον έχει δίπλα της κάθε πρωί που ξυπνούσε. Όσο σκεφτόταν αυτά, το φως έσβησε απότομα και η Μελίνα τρόμαξε τόσο που της έφυγε το ντους από τα χέρια και κατέληξε στο πάτωμα.
«Εύα!» τσίρηξε.
Δεν πήρε απάντηση και βγήκε από το μπάνιο. Τύλιξε την πετσέτα γύρω από το κορμί της και με δυσκολία κατάφερε να βάλει την μικρή πετσέτα στα μαλλιά της ώστε να μην στάζουν τα νερά. Το σκοτάδι που επικρατούσε άρχισε να την τρομάζει όλο και περισσότερο. Χωρίς να βλέπει γύρω της βγήκε από το μπάνιο και διαπίστωσε ότι το σκοτάδι υπήρχε και στους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού.
«Εύα έλα εδώ» είπε ανοίγοντας το φακό από το κινητό της.
«Κόπηκε το ρεύμα» ειπε η αδερφή της πηγαίνοντας προς εκείνη.
Η Μελίνα κούνησε το κεφάλι της. «Τώρα που έκανα μπάνιο βρήκε;»
«Δηλαδή άλλη ώρα θα σε βόλευε;»
«Την ώρα που λείπω» είπε αγανακτισμένη και μπήκε ξανά στο μπάνιο με το φακό αναμμένο.
Ο Άρης μόλις είχε φτάσει στην είσοδο του μπαρ και κοιτούσε γύρω του να εντοπίσει τον Χρήστο ο οποίος ήταν άφαντος. Μπήκε στο μαγαζί και αντίκρυσε ένα σωρό κόσμο να χορεύει και να τραγουδάει δεξιά και αριστερά. Άλλοι ήταν μεθυσμένοι, άλλοι διασκέδαζαν με το ταίρι τους και άλλοι με φίλους ποδοπατώντας ο ένας τον αλλον. Προχώρησε προς το μπαρ και αντίκρυσε στο βάθος τον Χρήστο να κάθεται σε μια ψηλή καρέκλα και να έχει μπροστά του πέντε μικρά άδεια σφηνάκια. Τον ακούμπησε στον ώμο και κάθησε δίπλα του.
«Τι έγινε ρε; Έχουμε νταλκά;» είπε χαιρετώντας τον μπάρμαν.
«Α ήρθες; Καιρός ήταν. Έχω παραγγείλει και για σένα» είπε ο Χρήστος και ήπιε το επόμενο σφηνάκι σαν να ήταν νερό.
«Άσε τα σφηνάκια και πες τι έγινε που σε παίρνω από χθες τηλέφωνο και με έχεις γραμμένο».
«Καμία κλήση, κανένα μήνυμα. Βλέπεις εδώ;»
Ο Άρης κοίταξε το κινητό του Χρήστου. «Για τη Δανάη όλα αυτά;»
«Για ποιον για μένα; Με έφτυσε γι' αυτόν τον καραγκιόζη. Τους είδα και σήμερα έξω από το σπίτι σας».
Ο Άρης έπιασε το κούτελό του στηρίζοντας τον αγκώνα του στην καρέκλα. «Τι πας κι εσύ εκεί βρε αγόρι μου, αφού βλέπεις δεν σε θέλει το ριμάδι».
Δεν είχε το θάρρος να του πει για τον αριθμό τηλεφώνου που έδωσε ο Σταύρος στη Δανάη για να μην τον κάνει να νιώσει χειρότερα.
«Αφού είναι έτσι ας τα φτιάξει μαζί του. Εγώ δεν φεύγω από εδώ πέρα που να με σέρνετε» είπε ο Χρήστος πίνοντας άλλο ένα σφηνάκι.
«Ω ρε μπλεξίματα που θα έχουμε».
«Είναι η μόνη φορά που θέλω να πιω και να γίνω λιώμα» είπε και τον κοίταξε.
Ο Άρης τον ένιωθε απόλυτα γιατί έχει ζήσει μια παρόμοια κατάσταση με την Μελίνα όταν ήταν χωρισμένοι, αλλά προτίμησε την πίκρα του να την βγάλει μόνος στο σπίτι του πίνοντας ουίσκι και να ξεθυμάνει με την ησυχία του χωρίς να τον βλέπει κανένας. «Έχεις πιει ήδη δύο και άλλα πέντε πριν έρθω. Έλα φτάνει».
Ο Χρήστος δεν έδωσε σημασία στα λόγια του και έκανε νόημα στον μπάρμαν να του φέρει άλλο ένα ποτήρι.
«Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να σου φέρω ακόμα ένα;» είπε δυνατά ο μπάρμαν μέσα από τη βαβούρα της μουσικής.
«Όχι φέρτο σε μένα, θα το πιω εγώ εδώ που φτάσαμε. Και φέρε και άλλα τρία εδώ να έχουμε» είπε ο Άρης γυρίζοντας το σώμα του από την μεριά της τζαμαρίας.
Πίνοντας, αντίκρυσε έξω από τη τζαμαρία τη μορφή της Ναταλίας και έχασε το χρώμα του νομίζοντας ότι ήταν ιδέα του και πως εκείνη την ώρα δεν μπορούσε να δει καθαρά. Ένιωθε ζαλισμένος τόσο από το ποτό όσο και από το θόρυβο και την πίεση.
Βλέποντας τον Χρήστο να πίνει ακόμα ένα ποτήρι, απομάκρυνε κάθε τι που υπήρχε γύρω του. «Σταμάτα να πίνεις λέμε. Δεν οδηγεί πουθενά».
«Εγώ θα...» είπε ο Χρήστος προσπαθώντας να στηριχτεί στο μπαρ.
Ο Άρης τον κράτησε. «Άκου. Επειδή τώρα δεν καταλαβαίνεις τι σου γίνεται αύριο το θέμα Σταύρος θα λυθεί. Έχεις το λόγο μου».
Ο Χρήστος μην μπορώντας να σταθεί όρθιος στηρίχτηκε στον Άρη ο οποίος προσπαθούσε να τον πάει μέχρι το αμάξι.
«Να σου πω, επειδή αυτός εδώ δεν πρόκειται να οδηγήσει και θα τον βάλω στο δικό μου αμάξι, μπορείς να με ακολουθήσεις με το δικό του και να το φέρεις εκεί που θα πάω;» είπε στον μπάρμαν.
«Ναι εννοείται. Σε τέτοιο χάλι δεν είναι να οδηγεί κανείς».
«Να 'σαι καλά και συγγνώμη γι' αυτό αλλά βλέπεις πως είναι» είπε ο Άρης κρατώντας τον Χρήστο στον ώμο του.
Βγαίνοντας έξω από το μπαρ, ο Άρης έδωσε τα κλειδιά του Χρήστου στον μπάρμαν ο οποίος τον βοήθησε να ξαπλώσουν τον Χρήστο στο πίσω κάθισμα.
Η ώρα ήταν 3:00 τα ξημερώματα και στο σπίτι του Άρη επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Μπαίνοντας μέσα με τον Χρήστο στον ώμο του, πήγε ως τον καναπέ του σαλονιού. Τον άφησε ξαπλωμένο νιώθοντας έναν πόνο στους ώμους από το βάρος όταν ξαφνικά τα φώτα άναψαν.
«Τι έγινε; Τι έπαθε ο Χρήστος; Που ήσασταν;» άρχισε να ρωτάει ο Δανάη βλέποντας τα χάλια του αγοριού της.
«Αυτό που βλέπεις έγινε. Μέθυσε για σένα. Ποιος τη χάρη σου».
«Κόψε την πλάκα, δεν είναι αστείο» είπε πιάνοντας το χέρι του Χρήστου.
«Αυτό αδερφούλα να το σκεφτόσουν πριν δώσεις δικαιώματα σε αυτόν τον μην τον πω γιατί θα βγω κακός βραδιάτικα».
«Πάτε καλά και οι δυο σας; Δεν νιώθω κάτι για τον Σταύρο. Ένα τηλέφωνο ανταλλάξαμε και μερικές κουβέντες».
«Λοιπόν πήγαινε κοιμήσου γιατί είναι αργά και αύριο καλύτερα να μην σε βρει εδώ. Μείνε στο δωμάτιο».
«Καλά, καληνύχτα» είπε η Δανάη και ανέβηκε τη σκάλα.
Ο Άρης αφού σκέπασε τον Χρήστο με το ριχτάρι που ήταν ακουμπισμένο στην πολυθρόνα, έσβησε τα φώτα και ανέβηκε κι εκείνος στο δωμάτιο. Τα πόδια του δεν τον βαστούσαν. Ένιωθε τόσο ζαλισμένος που το μόνο που ήθελε ήταν να χωθεί κάτω από τα σκεπάσματα και να πέσει σε λήθαργο. Έβαλε τα βραδινά του ρούχα και ξάπλωσε στο κρεβάτι που τόσο νοσταλγούσε. Δυστυχώς η Μελίνα δεν βρισκόταν κοντά του για να την πάρει αγκαλιά σαν να ήταν το μαξιλάρι του. Το αρκουδάκι όμως που του είχε κάνει δώρο στην επέτειο τους του θύμιζε εκείνη και κοιμήθηκε ήρεμα.
Μετά από αυτό το ξενύχτι ο Άρης άργησε να ξυπνήσει την επόμενη μέρα. Έριξε μια ματιά στο κινητό του και είδε ότι η Μελίνα του είχε στείλει μήνυμα.
«Καλημέρα μωρό μου. Δεν σου έστειλα γιατί είχα τρεχάματα με τον Χρήστο»
«Μου λείπεις τόσο πολύ. Σε θέλω δίπλα μου» του απάντησε.
Ο Άρης χαμογέλασε πίσω από την οθόνη του κινητού του.
«Εγώ να δεις. Μιλάμε σε λίγο σ' αγαπάω» απάντησε καθώς πήγαινε να σιγουρευτεί ότι η Δανάη βρισκόταν στο δωμάτιό της και όχι στο σαλόνι. Κατέβηκε κάτω με αργά βήματα και είδε τον Χρήστο να κοιμάται ακόμα. Το ριχτάρι με το οποίο τον είχε σκεπάσει ήταν πεταμένο στο πάτωμα και πλησίασε για να το μαζέψει.
«Ξύπνα» του είπε και τον σκούντηξε ελαφρά.
Ο Χρήστος άλλαξε πλευρό.
«Θα ξυπνήσεις ή να πάω να φέρω τον κουβά με το νερό να σε λούσω;».
«Τόλμα και θα πω στη Μελίνα ότι είδες τη Ναταλία χθες βράδυ» είπε ανοίγοντας τα μάτια του.
Ο Άρης κοίταξε γύρω του. «Ορίστε;»
«Τι ορίστε; Κι εγώ την είδα. Δεν ήταν εφιάλτης».
Ο Άρης σάστισε. «Έλα όμως που ζούμε τον εφιάλτη».
«Η αδερφή σου;» είπε και χασμουρήθηκε.
«Μην την ψάχνεις, δεν είναι εδώ».
«Αα, είναι με τον...»
«Όχι καμία σχέση» τον διέκοψε ο Άρης. «Έλα σήκω, ετοιμάσου γιατί έχουμε αποστολή».
Ο Χρήστος τον κοίταξε απορημένος.
«Σου είπα κάτι χθες στο μπαρ αλλά επειδή είχες γίνει πίτα, δεν καταλάβαινες Χριστό. Σήκω και θα σου πω όταν φύγουμε να παμε δύο βήματα πιο πέρα».
Τα δυο αγόρια ήταν έτοιμα να ανακαλύψουν ένα μεγάλο μυστικό. Όπως είχε αναφέρει και ο ίδιος το σπίτι του ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα και για κακή του τύχη πήγαν σε εκείνο το σπίτι γιατί ήθελαν να ξεκαθαρίσουν μαζί του μια και καλή τα πράγματα. Ο Άρης μέσα του υποψιαζόταν ότι σε αυτό το σπίτι δεν έμενε κανένας αλλά μπορεί και να ήταν ιδέα του. Έφτασαν έξω από την πολυκατοικία και χτύπησαν το ανώνυμο κουδούνι.
«Είσαι έτοιμος;» τον ρώτησε ο Άρης περιμένοντας να ανοίξει η πόρτα.
«Ναι».
Στο κουδούνι που χτύπησαν δεν απάντησε κανένας. Έτσι ο Άρης αποφάσισε να χτυπήσει το ακριβώς από κάτω.
«Τι κάνεις;» είπε ο Χρήστος εμποδίζοντας το χέρι του να πατήσει το κουδούνι.
«Αφού δεν απαντάει κανένας σε αυτό».
«Το ότι μπορεί να ενοχλούμε γιατί είναι μεσημέρι σου περνάει καθόλου από το μυαλό;»
Ο Άρης τον αγνόησε και πάτησε το κουδούνι.
«Παρακαλώ; Τι θέλετε;» ακούστηκε μια φωνή από πίσω τους.
Τα αγόρια γύρισαν αμέσως.
«Καλησπέρα. Εδώ μένετε;» ρώτησε ευγενικά ο Άρης.
«Ναι, είμαι η διαχειρίστρια».
Ο Άρης με τον Χρήστο κοιτάχτηκαν στα μάτια.
«Ήθελα να κάνω μια ερώτηση. Μήπως μένει κανένας στον τρίτο όροφο; Γιατί χτυπήσαμε αλλά δεν απάντησε κανένας».
«Αυτό το σπίτι είναι άδειο. Δεν μένει κανένας» είπε η κυρία κρατώντας μια σακούλα με ψώνια.
«Μήπως γνωρίζετε κανέναν Σταύρο ο οποίος να μένει σε αυτήν την πολυκατοικία ή γενικά εδώ στη γειτονιά; Κι εγώ δίπλα μένω αλλά όπως καταλαβαίνετε δεν ξέρω καλά τη γειτονιά μας».
«Εσένα δεν έτυχε να σε δω, αλλά νομίζω ότι γνωρίζω την αδερφή σου».
Ο Χρήστος δάγκωσε τα χείλη του. «Ωραία. Για να μπούμε ξανά στο θέμα, ξέρετε κανέναν Σταύρο;»
«Όχι παιδιά μου. Τους ξέρω όλους εδώ πέρα και δεν μένει κανείς με τέτοιο όνομα ούτε στην πολυκατοικία ούτε στη γειτονιά μας».
Οι δυο τους έμειναν σιωπηλοί σφίγγοντας τα χείλη τους.Χευ!
Τι πανέξυπνα αγόρια που έχουμε. Θα θυσίαζαν και θα ρίσκαραν τα πάντα για την κοπέλα που αγαπούσαν και θα ήταν δίπλα ο ένας στον άλλον.
Τελικά ο Σταύρος αποδείχθηκε ένας απατεώνας, αλλά το θέμα είναι γιατί. Εφόσον δεν μένει στη γειτονιά τους όπως ισχυριζόταν, από που να έρχεται όλες εκείνες τις φορές που είχε έρθει;
Η Δανάη τόσο αφελής. Τι θα γίνει όταν μάθει ότι ο Σταύρος τους είχε κοροϊδέψει όλους και κυρίως εκείνη; Θα τα βρει με τον Χρήστο; Θα την συγχωρέσει;
Σε 1 μήνα φεύγει η Μελίνα και όλοι είναι ψυχολογικά χάλια. Κυρίως ο Άρης που θα βρίσκεται μακριά της.
Τι θα γίνει στο τέλος;
Αν σας άρεσε πατήστε ένα αστεράκι και τα λέμε στο επόμενο🤍
BINABASA MO ANG
Έρωτας & Εφιάλτης
FantasyΟ Άρης και η Μελίνα είναι 20 ετών και η σχέση που έχουν τα τελευταία δύο χρόνια είναι βασισμένη στον έρωτα. Ο Άρης εξαιτίας ενός εφιάλτη που βλέπει πιστεύει πως δεν ήταν τυχαίος, καθώς επίσης διαισθανόταν πως θα βγει αληθινός. Η Μελίνα λείπει με την...