Κεφάλαιο 2

259 8 0
                                    

Η Δανάη στεκόταν μπροστά από την πόρτα και βλέποντας τη Μελίνα έμεινε έκπληκτη. Είχε να τη δει πολύ καιρό και της φάνηκε αλλαγμένη. Η Μελίνα γύρισε με άλλον αέρα, καθώς φορούσε ένα εντυπωσιακό καλοκαιρινό καπέλο γεμάτο με διάφορα χρώματα και περίεργα σχήματα, ενώ τα ρούχα της ήταν σχεδιασμένα με ανοιχτές αποχρώσεις. Το λευκό τζιν που φορούσε και τα αστραφτερά άσπρα παπούτσια της ήταν τα πρώτα πράγματα που αντίκρυσε η Δανάη πάνω της και θα έλεγε κανείς ότι εντυπωσιάστηκε απ΄αυτά.
«Μελίνα; Πότε γύρισες; Τι έκπληξη είναι αυτή;» είπε η Δανάη καθώς την αγκάλιαζε.
«Δεν το περίμενες ε; χαίρομαι που σε βλέπω» είπε και την αγκάλιασε.
«Καλά, είσαι μια κούκλα. Φαίνεται η Γερμανία σε ομόρφυνε ακόμη περισσότερο» της είπε κολακευτικά η Δανάη.
Η Μελίνα χαμογέλασε. «Σε ευχαριστώ, κι εσύ κούκλα όπως πάντα».
«Έλα μέσα είναι ο Χρήστος στο σαλόνι».
Η Μελίνα πέρασε και άφησε πίσω της ένα καλοκαιρινό και λουλουδένιο άρωμα, το οποίο έσπασε αμέσως τη μύτη της Δανάης.
«Χρήστο τι κάνεις;» του είπε πηγαίνοντας να τον αγκαλιάσει.
Εκείνος σηκώθηκε πάνω να την χαρετήσει, παρόλο που και αυτός έμεινε έκπληκτος. «Μας ξάφνιασες»
Η Μελίνα άρχισε να γελάει. «Αλήθεια; χαίρομαι που δε με περιμένατε».
«Άλλος άνθρωπος έγινες» είπε ο Χρήστος.
«Δεν άλλαξα και τόσο, απλά είναι επειδή έχετε να με δείτε μερικές εβδομάδες» είπε η Μελίνα και γύρισε το κεφάλι της προς τη Δανάη. «Εμμ...ο Άρης που είναι;»
«Είπα κι εγώ, πως και δε ρώτησες όταν μπήκες» της απάντησε η Δανάη. «Πάνω είναι».
«Α ωραία θα ανέβω μια στιγμή» είπε η Μελίνα που το χαμόγελό της είχε φτάσει μέχρι τα αυτιά.
Ανέβηκε τη σκάλα σιγά σιγά για να μην κάνει θόρυβο και άνοιξε ελαφρώς την πόρτα του δωματίου. Είδε τον Άρη που κοίμοταν γυρισμένος από την άλλη πλευρά έχοντας τα ακουστικά στα αυτιά. Ένιωθε ένα μοναδικό συναίσθημα και ήταν τόσο ευτυχισμένη που τον έβλεπε ξανά μετά από ένα μήνα. Αυτές οι μέρες της φάνηκαν αιώνας χωρίς την καθημερινή παρουσία του.
Μπήκε στο δωμάτιο και τον πλησίασε. Ακούμπησε το καπέλο της στο κρεβάτι και κάθησε δίπλα του. Άρχισε να του χαϊδεύει το πρόσωπο και να νιώθει τεράστια λαχτάρα που ήταν δίπλα του. Τα χέρια της ακούμπησαν το λαιμό του και κατέβαιναν πιο χαμηλά στο στήθος του. Τα νύχια της γρατζούνησαν απαλά το μπράτσο του προσπαθώντας να τον ξυπνήσει. Ο Άρης γύρισε από τη μεριά που ήταν η Μελίνα και αισθανόταν την αύρα της.
«Άρη μου» του είπε χαριτωμένα.
Ο Άρης άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε σαστισμένος. Σήκωσε το κεφάλι του και την έφερε κοντά του. «Ήρθες»
Η Μελίνα τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και ένωσε τα χείλη της με τα δικά του. «Μου έλειψες τόσο».
«Εμένα να δεις. Δε μου είπες ότι θα έρθεις σήμερα όμως».
«Άμα στο έλεγα δε θα ήταν έκπληξη» του είπε χαμογελώντας.
«Πώς να σου αντισταθώ μετά...» της είπε και της χάιδεψε το μάγουλο. «Ομόρφυνες κι άλλο ή είναι ιδέα μου;»
«Όχι κι εσύ αγάπη μου. Μου το είπαν ήδη οι άλλοι δύο κάτω».
«Ναι αλλά άλλο να στο λέω εγώ και άλλο οι άλλοι».
Τα μάτια της Μελίνας έλαμπαν από ευτυχία. «Τι έκανες όσο καιρό έλειπα;»
«Έλειπα κι εγώ. Το μυαλό μου εννοώ ταξίδευε σε σένα. Μετά τίποτα το ιδιαίτερο, πηγαινοερχόμουν στα γυμναστήρια και βόλτες με τον Χρήστο». Ο Άρης έμπλεξε τα δάχτυλά του στην παλάμη της. «Εσύ τι έκανες όσο ήσουν στη Γερμανία;»
«Πήγα σε μια δουλειά και μετά έβγαινα με τη μάνα μου και την Εύα. Πέθανα στον ποδαρόδρομο όμως» του είπε εκείνη γελώντας.
«Πώς έτσι; Εσύ δεν αντέχεις λεπτό το περπάτημα. Την άλλη φορά ήμουν ένα βήμα πριν σε κουβαλήσω στους ώμους».
Η Μελίνα γέλασε. «Είδες; Για όλα υπάρχει πρώτη φορά».
«Ναι αλλά ομόρφυνες πολύ και θα ζηλεύω τους τύπους που σε κοιτάνε» της είπε και άφησε τα συναισθήματά του να κυλήσουν.
Το πάθος, τους είχε κυριεύσει για τα καλά μετά την επιστροφή της και δεν ήθελαν με τίποτα να ξεκολλήσουν ο ένας από τον άλλον.
Είχε βραδιάσει και όπου να' ναι η ταινία τελείωνε. Η Δανάη άρχισε να νυστάζει και ο Χρήστος έδειχνε να βαριέται.
«Νυσταζεις;» τη ρώτησε ο Χρήστος.
«Ναι λίγο» του απάντησε γέρνοντας το κεφάλι της στο μαξιλάρι.
«Θέλεις να το σταματήσουμε; κι εγώ βαρέθηκα λίγο».
«Ναι καλύτερα. Ωραία ήταν πάντως» είπε η Δανάη και πήρε το τηλεκοντρόλ για να κλείσει την τηλεόραση.
Ο Άρης και η Μελίνα κατέβηκαν στο σαλόνι. Ήταν ήδη αργά και η Μελίνα έπρεπε να πάει σπίτι της να ξεκουραστεί μετά απ΄όλο αυτό το ταξίδι. Ο Άρης σαν καλός οικοδεσπότης που είναι την συνόδευσε μέχρι την πόρτα και την καληνύχτησε δίνοντάς της ένα φιλί στα χείλη.
Μόλις έφυγε η Μελίνα, αμέσως μετά έφυγε και ο Χρήστος. Του άρεσε πολύ η παρέα της Δανάης και ένιωσε ένα περίεργο συναίσθημα που δεν είχε ξανανιώσει μέχρι τώρα. Για εκείνον ήταν κάτι το ιδιαίτερο.
«Αυτή τη μέρα θα τη θυμάμαι» είπε ο Άρης στην αδερφή του σχηματίζοντας ένα χαμόγελο ευτυχίας.
«Το ξέρω, ήταν πράγματι ωραία μέρα. Αν και δεν είδες τον τιτανικό μαζί μας».
«Έλεος» είπε ο Άρης που τα μάτια του άρχισαν να κλείνουν από τη νύστα.
Τα παιδιά ανέβηκαν πάνω και ο καθένας πήγε στο δωμάτιό του. Η Δανάη πέρασε πολύ όμορφα βλέποντας την αγαπημένη της ταινία με τον κολλητό του αδερφού της, αλλά τα συναισθήματά της παρέμειναν ίδια. Εξακολουθούσε να πιστεύει ότι κανένας δεν νοιάζεται γι΄αυτήν και κλεινόταν στον εαυτό της όλο και περισσότερο. Το αποψινό βράδυ ήθελε να το ζήσει με κάποιον που θα νιώθει ασφάλεια δίπλα του και με κάποιον που θα την κάνει να ξεκλειδώσει τα συναισθήματά της.
Η αγάπη του Άρη για τη Μελίνα όμως σίγουρα θα κρατούσε για μια αιωνιότητα. Ένιωθε ένα ξεχωριστό συναίσθημα και δεν είχε σκοπό να πάει ενάντια σε αυτό. Είχε ακόμη εκείνο το χαμόγελο ευτυχίας στο πρόσωπό του και με αυτές τις σκέψεις έκλεισε τα φώτα και έπεσε για ύπνο.
Οι μέρες κυλούσαν γρήγορα και ο Άρης είχε πλέον ξεχάσει εκείνον τον εφιάλτη που είχε δει πριν επιστρέψει η Μελίνα. Πέρνούσαν πολύ χρόνο μαζί, καθώς έβγαιναν έξω και ξενυχτούσαν ο ένας στο σπίτι του άλλου.
Ένα μεσημέρι ο Άρης είχε αράξει στον καναπέ του σαλονιού, καθώς είχε απλώσει τα πόδια του επάνω και έπινε μια μπύρα βλέποντας τηλεόραση, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Δανάη στο σπίτι.
«Που ήσουν εσύ πρωί πρωί;» τη ρώτησε ο Άρης χαζεύοντας το κινητό του.
«Πήγα super market γιατί είχαμε ελλείψεις» του είπε και άφησε τις σακούλες στο πάτωμα. «Η μπύρα σε έχει κάνει νευρικό».
«Σιγά δεν είναι πρώτη φορά» της είπε γυρίζοντας το κεφάλι του απ΄την άλλη μεριά.
«Θα φτιάξω φαγητό σε λίγο».
«Κάτι διαφορετικό ελπίζω. Βαρέθηκα τις κλασικές γεύσεις».
«Να σηκωθείς τότε να το φτιάξεις εσύ που σ΄αρέσει κιόλας».
«Δε μπορώ είμαι πολύ κουρασμένος σήμερα» της είπε θέλοντας να ξεφύγει από τις αγγαρείες της.
«Έριχνες μπετά στον ύπνο σου;»
«Όταν ξυπνάω θέλω απλά να κάθομαι και να μην κάνω τίποτα. Θα σηκωθώ μετά να μαγειρέψουμε ότι θες»
«Σωθήκαμε τώρα» του είπε καθώς έφευγε απ΄το σαλόνι.
Ο Άρης ήταν τόσο αδιάφορος που δεν είχε ούτε όρεξη για να μαγειρέψει, ενώ όλοι ξέρουν πόσο πολύ του αρέσει η μαγειρική. Έτσι λοιπόν συνέχισε να βλέπει τηλεόραση, μέχρι που χτύπησε το κινητό του. «Έλα ρε»
«Τι κάνεις;»
«Παρέα στη μπύρα μου» είπε και ακούμπησε το μπουκάλι στο τραπέζι.
«Μην μας γίνεις αλκοολικός» του απάντησε ο Χρήστος κοροϊδευτικά.
«Μη φοβάσαι για μένα».
«Η αδερφή σου που είναι;» τον ρώτησε διστακτικά.
«Γι΄αυτήν πήρες;»
«Όχι για σένα πήρα, αλλά είπα να ρωτήσω και για τη Δανάη».
«Πήγε να μαγειρέψει».
«Καλώς. Θα κάνουμε τίποτα σήμερα;»
«Όταν λες θα κάνουμε τι εννοείς;» τον ρώτησε ο Άρης ρίχνοντας ένα μεγάλο χασμουρητό.
«Θα πάμε καμιά βόλτα;»
«Δεν ξέρω ανάλογα πως θα πάει η μέρα».
«Καλά αν δεν βαριέσαι τότε πάρε με να μου πεις».
«Καλά θα σε πάρω».
«Άντε τα λέμε».
Ο Άρης έκλεισε το τηλέφωνο και σηκώθηκε απ΄τον καναπέ. Πήγε στο δωμάτιό του και άνοιξε το ημερολόγιό του. Είδε ότι σε λιγότερο από ένα μήνα ήταν τα γενέθλια του μπαμπά του και κάθε χρόνο θυμάται αυτήν την τόσο σημαντική ημέρα. Όταν ήταν μικρός του μάθαινε πάρα πολλά πράγματα όπως και τη μαγειρική. Από τότε την έχει αγαπήσει και θέλει το μέλλον του να συμπεριλαμβάνει και αυτή. Τα πήγαιναν πολύ καλά μεταξύ τους και τον είχε συμβουλέψει κάποτε να κάνει αυτό που αισθάνεται και αγαπάει χωρίς να σκέφτεται αν είναι λάθος ή σωστό. Να κυνηγάει τα όνειρά του ακόμα κι αν αυτά φεύγουν μακριά. Αυτή η συμβουλή χαράχτηκε στη μνήμη του για πάντα.
Η Μελίνα ετοιμαζόταν να πάει για ένα ντους μιας και είχε κανονίσει το απόγευμα να συναντηθεί με την κολλητή της τη Νεφέλη. Η Νεφέλη ήταν η single της παρέας που σε λίγο καιρό γινόταν 19. Οι δυο τους γνωρίζονταν χρόνια και είχαν αναπτύξει μια πολύ γερή φιλία καθώς η Νεφέλη συνέχεια την πείραζε, αλλά πάντα είχαν η μία την άλλη.
Η Μελίνα άρπαξε από το ντουλάπι μια εντυπωσιακή μαύρη μπλούζα με τον ώμο έξω και ένα μαύρο κολάν.
«Σου έχω βγάλει καθαρές πετσέτες αν θέλεις να κάνεις μπάνιο» είπε η μητέρα της μπαίνοντας απότομα στο δωμάτιο.
«Μπορείς να μη με τρομάζεις έτσι;» της απάντησε με μια λαχτάρα η Μελίνα.
«Εντάξει συγγνώμη απλά ήθελα να έρθω να συμμαζέψω το δωμάτιο. Θα βγεις σήμερα;»
«Ναι με τη Νεφέλη. Καιρό έχω να τη δω. Από τότε που γυρίσαμε μόνο μια φορά την έχω δει».
«Καλά να περάσεις και να της δώσεις χαιρετίσματα» της είπε τακτοποιώντας τα πεταμένα ρούχα της που είχε στο πάτωμα. «Όταν τελειώσεις το μπάνιο σε παρακαλώ μάζεψε λίγο τα νερά και άπλωσε τις πετσέτες για να στεγνώσουν».
«Εντάξει μαμά» απάντησε η Μελίνα κλείνοντας την πόρτα του μπάνιου.
Άνοιξε το κινητό της και έβαλε τέρμα τη μουσική που πάντα τη χαλάρωνε. Το ζεστό νερό άρχισε να πέφτει πάνω της και να λούζει τα κατάμαυρα μεταξένια μαλλιά της. Δε σκεφτόταν τίποτα άλλο παραμόνο τον Άρη και τις όμορφες στιγμές τους. Όμως η μοίρα αποφάσισε να παίξει αλλιώς το παιχνίδι της.
Εκείνο το απόγευμα ο Άρης ήταν αποφασισμένος να μη βγει έξω και να καθήσει σπίτι στέλνοντας μήνυμα στον Χρήστο.
«Θα πας κάπου;» είπε ο Άρης βλέποντας τη Δανάη να κατεβαίνει απ΄τη σκάλα.
Είχε φορέσει ένα μαύρο ψηλόμεσο τζιν και μια άσπρη κοντομάνικη μπλούζα με υπέροχα καλοκαιρινά σχέδια. Τα μαλλιά της τα είχε πιάσει αλογοουρά αφήνοντας δύο τούφες να πέφτουν στο πρόσωπό της.
«Ναι θα βγω έξω» του είπε με μια μικρή θλίψη στο βλέμμα της.
«Μόνη σου;»
«Ναι πνίγομαι εδώ μέσα, θέλω να πάω να περπατήσω στη θάλασσα» του απάντησε και πήγε κοντά στην πόρτα.
«Θες να έρθω;»
«Δεν ξέρω ό,τι θες» του είπε σχεδόν από μέσα της.
«Περίμενε να αλλάξω λίγο και φύγαμε» της είπε ο Άρης και ανέβηκε βιαστικός στο δωμάτιό του.
Δεν ήθελε να αφήσει την αδερφή του να βγει μόνη της έξω, και ας ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερή του. Είχε ανάγκη την παρέα του παρόλο που εκείνη δίσταζε να του το πει.
Άνοιξε το συρτάρι και πήρε από μέσα μια μαύρη φόρμα. Του αρέσουν περισσότερο τα σκούρα χρώματα από τα ανοιχτά, τα οποία και φοράει σπάνια. Κατέβηκε κάτω που τον περίμενε η Δανάη για να φύγουν και πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο χέρι.
«Ούτε εσύ είσαι καλά απ΄ότι βλέπω».
«Θα δείξει» της είπε ο Άρης βγαίνοντας και οι δύο από το σπίτι.
Έκλεισαν την πόρτα και μπήκαν στο αμάξι που ήταν λίγο πιο κάτω. Στην οδήγηση πάντα είναι προσεκτικός αν και μερικές φορές το γκάζι του ξεφεύγει λίγο παραπάνω. Πριν φύγει η Μελίνα για διακοπές πήγαιναν συνέχεια βόλτα με το αμάξι και αυτό τους ευχαριστούσε.
«Μην τρέχεις πολύ εντάξει;» του είπε η Δανάη κάπως αγχωμένη.
«Ζώνη βάλε όμως γιατί θα μας γράψουν».
Η Δανάη έκανε μια γκριμάτσα. «Υπάρχει περίπτωση να κινδυνεύσει η ζωή μου;»
«Για να με ρωτάς σημαίνει ότι δε με εμπιστεύεσαι» είπε ο Άρης βάζοντας μπροστά τη μηχανή. «Έλα τόσες φορές έχεις μπει στο αμάξι».
«Καλά άντε πάμε με προσοχή όμως» απάντησε η Δανάη που έδειχνε αγχωμένη.
Το αμάξι ξεκίνησε σιγά σιγά αφήνοντας πίσω του χώματα και σημάδια από τις ρόδες.
Έξω ήταν χαρά θεού και η ζέστη είχε χτυπήσει για τα καλά. Η Μελίνα καθόταν σε μια καφετέρια μαζί με τη Νεφέλη και συζητούσαν για τα γενέθλιά της που έρχονταν σε δύο εβδομάδες. Ήταν πολύ χαρούμενη γιατί ήθελε αυτή η μέρα να είναι ξεχωριστή και να τη γιορτάσει μαζί με όλα τα αγαπημένα της πρόσωπα.
«Αλήθεια, έχεις σκεφτεί πού θα κάνεις τα γενέθλιά σου;» τη ρώτησε η Μελίνα και ήπιε μια γουλιά απ΄τον καφέ της.
«Λογικά σπίτι μου» είπε χαζεύοντας το κινητό.
«Καλύτερα σπίτι σου για να είμαστε πιο άνετα».
«Θα έρθεις έτσι; Μαζί με τον Άρη λογικά, ούτως η άλλως τον έχω καλέσει» της είπε η Νεφέλη πιάνοντας ελαφρά τα μαλλιά της.
«Θα έρθω μωρέ. Μπορώ εγώ να χάσω τα γενέθλιά σου;»
«Δεν μπορείς» είπε η Νεφέλη. «Θα έρθει και ένας φίλος μου από το τέννις. Θα στον γνωρίσω κιόλας είναι καλό παιδί».
Η Μελίνα έκανε μια γκριμάτσα. «Το ότι θα ξεκινούσες εσύ τέννις που δεν ήθελες ούτε να το δεις μπροστά σου μου κάνει τρομερή εντύπωση».
«Για όλα υπάρχει πρώτη φορά» της είπε η Νεφέλη χαμογελώντας.
Όπως κάθε άλλη φορά η Μελίνα πήρε το κινητό στα χέρια της και συνδέθηκε στο messenger. Είδε ότι ήταν ενεργός πριν 30 λεπτά και ήθελε να του στείλει ένα μήνυμα.
«Άσε το κινητό κάτω, το ξέρουμε ότι δεν μπορείς μακριά του» δήλωσε η Νεφέλη αγανακτισμένη.
Ο Άρης πήρε ένα βότσαλο και το πέταξε στη θάλασσα. Από μικρός του άρεσε να πετάει βότσαλα και να χαζεύει το ηλιοβασίλεμα. Τον ηρεμούσε καθώς εκεί πέρα έβγαζε όλες του τις σκέψεις.
Άρχισε να βγάζει ένα ψυχρό αεράκι και ο Άρης φόρεσε την μαύρη ζακέτα του που κρατούσε στο χέρι.
«Πάμε σιγά σιγά;» του είπε η Δανάη που ερχόταν προς το μέρος του.
«Θες να φύγουμε;»
Τα μαλλία της Δανάης άνέμιζαν από τον αέρα. «Απλά άρχισα να κρυώνω και πεινάω κάπως».
«Εσυ και να μην πεινάς δεν ταιριάζει. Θέλεις τη ζακέτα μου;»
«Όχι καλύτερα να πάμε σπίτι και νυχτώνει όπου να΄ναι».
«Και τι φοβάσαι μη σε φάνε οι λύκοι;» της δήλωσε ο Άρης κοροϊδευτικά.
«Αμάν ρε Άρη με τις πλάκες σου».
«Άντε πάμε» της είπε και έβαλε το χέρι του γύρω της.
Ο Άρης και η Δανάη έφυγαν από την παραλία και πήγαιναν προς το αμάξι που ήταν παρκαρισμένο σε έναν χωματόδρομο όπου μπροστά υπήρχε μια πινακίδα που έγραφε ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΑΡΚΙΝ. Παρόλα αυτά ο Άρης δεν έδινε τόση σημασία σε αυτά ούτε φοβόταν τα πρόστιμα.
«Λοιπόν μπες εσύ στο αμάξι κι εγώ πάω να πάρω κάτι να πιω απ΄το περίπτερο» της είπε ο Άρης παίρνοντας το πορτοφόλι του από το αμάξι.
«Καλά θα σε περιμένω εδώ».
«Θέλεις εσύ κάτι;»
«Να μην αργήσεις θέλω».
«Δε θα αργήσω» της απάντησε καθώς απομακρυνόταν.
Ο Άρης πήγε στο ψυγείο και πήρε από μέσα ένα red bull. Είχε όρεξη να πιει κάτι δυνατό και μετά να χαλαρώσει. Τέτοιου είδους αναψυκτικά τα κατέβαζε σαν να ήταν νερό.
Πήγε στο ταμείο να το πληρώσει και καθώς έφευγε έπεσε καταλάθος πάνω του μια κοπέλα που δεν περίμενε ποτέ ότι θα την δει ξανά μπροστά της. Ο Άρης έμεινε για λίγο σοκαρισμένος.
«Άρη;»
«Ναταλία;»

Έρωτας & ΕφιάλτηςUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum