14ο Κεφαλαιο

47 7 0
                                    

"Ευα;" Άνοιξα τα ματια μου και ειδα την φίλη μου δεμένη. Με κοιταξε με βουρκωμένα ματια.
Αμέσως εκανα μια κινηςη για να την πλησιασω. Αλλα κατι με σταμάτησε αποτομα και επέστρεψα στην αρχική μου θέση. Τότε κοίταξα τα χέρια μου και τα ποδια μου.
Δεμένα πολυ σφιχτα με σκληρά σχοινιά που κόβανε την κυκλοφορία του αίματος σε καθε κινηςη.
"Αυτη η κυρια...είχες δικιο. Δεν επρεπε να την εμπιστευτούμε. Ειναι τρελή!" Ειπε η ευα αγανακτισμένα
"Τι σου έκανε ευα;"
Με κοιτουσε και δεν απαντούσε.
"Ευα τι σου έκανε;" Της ειπα πιο δυνατα.
Καμια απάντηση.
Βρισκόμασταν σε ενα σκοτεινό μέρος, με υγρασία να στάζει απτο ταβάνι. Κανει πολυ κρύο.
Μπροστα μου έβλεπα μια ευα που δεν ειχα ξαναδεί.
Ποτε δεν φοβήθηκε κανεναν. Τωρα όμως τρόμος πλημμύριζε τα σκούρα ματια της.
"Ευα σε παρακαλώ πες μου τι σου έκανε!"
Με κοιταξε και ενα δάκρυ έτρεξε στο μαγουλο της.
Ξαφνικά ακουςα βήματα και τιναχτηκαμε και οι δυο στον αέρα.
"Δεν της εκανα κατι, εκεινη ειναι ντεριν, πλασμα σαν και εμας. Εσυ εισαι το πρόβλημα!"
Η ηλικιωμένη γυναίκα με πλησίασε. Με πλησίασε και ενιωθα την ανάσα της στο πρόσωπο μου.
"Ξερω γιατι ήρθες. Και ξερω γιατι την έφερες μαζι σου. Για κάλυψη. Ενα πλάσμα σαν και εςενα, ειναι επικίνδυνο για ολους."
"Που ξερεις τι ειμαι;"
"Το κατάλαβα απτην πρωτη στιγμή που σε ειδα στην πορτα μου. Επίσης κατάλαβα οτι ήρθες να αποτελειωσεις την δουλειά των προγόνων σου."
"Ποια δουλειά;"
"Ώστε δεν ξερεις τιποτα."
Με κοιταξε και έκατσε πισω στο πατωμα.
"Πριν πολλά χρονια, ζούσαμε όλοι μαζι!
Ολα τα υπέρ φυσικά πλασματα είχαν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες ευκαιρίες να ζήσουν αρμονικά σε ενα όμορφο μέρος. Ο καθένας ηταν ξεχωριστός. Υπήρχαν καποιοι με ισχυρές δυναμεις, και άλλοι, σαν εμας, που ειχαμε ελάχιστες δυναμεις. Ομως δεν υπήρχαν διακρίσεις.
Σιγα σιγα όμως τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν.
Οι πιο αδύναμοι έγιναν δούλοι των ισχυρότερων. Η κατάσταση μερα με την μερα γινόταν ολο και χειρότερη. Μεχρι που δεν ειχαμε να φάμε.
Τότε επαναστατησαμε!
Κάναμε την δικη μας ανταρσία.
Ξέραμε οτι ισως δεν οδηγούσε πουθενά, αλλα άξιζε να προσπαθήσουμε.
Ενα βραδυ του Δεκεμβρίου, οργανωθηκαμε και περιμέναμε τους ισχυρούς να γυρίσουν απο την εξόρμηση τους στην φύση.
Με το που είδαμε τον πρωτο να φτάνει, ξεκίνησε το τελος μας.
Οσο κι αν πολεμησαμε οσο και αν πασχισαμε να σωθούμε, εκείνοι ηταν ανίκητοι.
Όλοι οι αδύναμοι ειμαςταν αναίσθητοι για 1 εβδομάδα. Ξυπνηςαμε δεμένοι πανω σε κορμούς δέντρων. Έκανε κρυο. Παςχιζαμε να λυθουμε. Κανεις δεν το κατάφερε. Όλοι χαθηκαμε απτις δυναμεις των forte( δυνατοί ). Η Βασιλική γενιά, τότε ειχε πολλούς απο αυτούς. Αδίστακτοι! Με τρομερές δυναμεις. Κακός συνδυασμός για όσους πήγαν αντίθετα με τις πεποιθήσεις τους.Απτά δικά τους χέρια μαςτιγωθηκαμε. Δεν έδειξαν έλεος. Και στο τελος μας έκαψαν. Απο τότε μας εχουν θέσει στο περιθώριο. Είμαστε ενα τιποτα. Γιαυτο και ονομαςτηκαμε niente ( τιποτα). Εμεις ομως ξέρουμε τι ειμαςτε. Ντερινς! Γιαυτο και όσοι Ντερινς ζούνε στο βασίλειο ειναι καπως αποκομμένοι. Τιποτα δεν εχει ξεχαςτει. Απλα ξεθωριαςε, αλλα μπορει να φανεί. Και φοβόμαστε την ωρα και τη στιγμή που θα έρθουν να μας αποτελειωσουν.
Και μαλλον ηρθε η ωρα, αλλα αυτη την φορά..."
"Νομίζεις οτι ήρθαμε εδω για να σας σκοτώσουμε. Για να τελειώσουμε την δουλειά των προγόνων μας, σωστά;"
Η γυναίκα με κοιταξε ανήσυχη και μετανιωμένη.
Τωρα καταλαβαίνω την συμπεριφορά της.
Ολη της η ζωη ειναι ενα μαρτύριο, ενα αιώνιο χάος. Ζει με τον φόβο οτι θα πεθάνει.
"Δεν ήρθαμε για αυτο, ήρθαμε εδω γιατι θελουμε να δούμε την αδικία." Ειπε η ευα δυναμικά.
"Ξέρουμε οτι δεν αξίζετε κατι τετοιο."
Η γυναίκα ειχε μείνει άφωνη.
"Μα...πως; Το μίσος και η έχθρα τρέχει στις φλέβες σας! Ειναι κατι που κανένας δεν μπόρεσε να αρνηθεί εδω και εκατομμύρια χρονια!"
"Μαλλον ηρθε η ωρα να αλλάξουν τα παντα!"
Μας πλησίασε με ενα πλατύ χαμογελο στο πρόσωπο της.
Κοίταξα την ευα καθώς την ελυνε. Μου χαμογελαςε και με κοιταξε με ευχαρίστηση. Και οι δυο νιώσαμε οτι πετύχαμε κατι. Κερδίσαμε την εμπιστοσύνη της. Ειναι η αρχή μονο, αλλα η καλύτερη αρχή που θα μπορούσαμε να κανουμε.
Η ευα λύθηκε και έτριψε τους ερεθιςμενους καρπούς της.
Η γυναίκα με κοιταξε και χαμογελαςε. Έπειτα με μια απότομη κινηςη σήκωσε το χέρι της και έδωσε μια δυνατη μπουνια στο πρόσωπο της ευας. Έμεινα να την κοιτάω έκπληκτη. Με πλησίασε και με έπιασε απτους καρπούς.
"Με συγχωρείς, αλλα πρεπει να το κανω!" Με κοιταξε με κουρασμένα ματια, επίμονα και γεμάτα μόχθο. Ένιωσα ολο μου το σώμα να μουδιαζει, απτο κεφάλι μεχρι τα πέλματα μου το αίμα ειχε παγώσει και ενιωθα σαν να μου τρίβουν γυαλοχαρτο στις φλέβες. Έπειτα...τιποτα.

Hold meDonde viven las historias. Descúbrelo ahora