«Μη συνεχίσεις» τραύλισα. Με κοίταξε βαθιά στα μάτια και χαμογέλασε.Έσκυψε στο αυτί μου και έγλειψε αργά το λοβό μου. «Αφού σου αρέσει» ψιθύρισε. Απομακρύνθηκε λίγο και έφερε τα δάχτυλα του κοντά στα χείλη μου. «Τι λες, έχεις ωραία γεύση;» είπε και έβαλε τα δάχτυλα του μέσα στο στόμα μου. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα πως θα πέθαινα κυριολεκτικά, το μόνο που με κρατούσε όρθια ήταν το χέρι του μου αγκάλιαζε τη μέση μου. Πως κάθε φορά που τον βλέπω γίνετε το στομάχι μου σκέτος κόμπος;! Κάθε φορά που με αγγίζει νιώθω η καρδιά μου θα σπάσει σε μικρά κομμάτια. «Είσαι πολύ όμορφη όταν τελειώνεις» μου χαμογέλασε και εγώ απλά το κοίταξα ενώ τα χείλια μου έτρεμαν και ήμουν ακόμα αναψοκοκκινισμένη από τον οργασμό μου τα προηγούμενα λεπτά. Έσκυψε ενώ ακόμα με κοιτούσε, σήκωσε τη πετσέτα και την τύλιξε γύρω μου. Με τράβηξε στην αγκαλιά του και με φίλησε απαλά στο μάγουλο. «Αυτό θα είναι το μυστικό μας» μου είπε και έγνεψα το κεφάλι μου.
Είχαν περάσει αρκετές ώρες μετά από τη συνάντηση μου με τον Μιχάλη. Έχω τελειώσει όλα τα μαθήματα μου για σήμερα και όσο έκανα βόλτες στη σχολή δε το πέτυχα καμία φορά. Βγήκα προς τα έξω για να πάω στις εστίες και τότε τον είδα πάνω στη μηχανή του ενώ μιλούσε με μία κοπέλα. Στένεψα τα μάτια μου προς εκείνους και ένιωσα να ζηλεύω κάπως που τον είδα μαζί με άλλη. Σε λιγότερο από ένα λεπτό, την είχε ανεβάσει στην μηχανή του και είχανε φύγει. Που να πάνε άραγε; σπίτι του; Έδιωξε τις αρνητικές σκέψεις και προχώρησα κατά μήκος του δρόμου να πάω σε ένα αρτοποιείο γιατί τώρα που το σκέφτηκα δεν είχα φάει και τίποτα από το πρωί. Μέτα από περίπου δέκα λεπτά που είχα αγοράσει ότι είχα επιλέξει και κατευθυνόμουν στις εστίες χτύπησε το τηλέφωνο μου. Το σήκωσα και ήταν ο Αχιλλέας. Μου είπε ότι θέλει να μιλήσουμε και να συναντηθούμε στο πάρκο κοντά στις εστίες. Πανικοβλήθηκα μην έμαθε τίποτα για αυτό που έγινε το ίδιο πρωί. Άλλαξα πορεία και κατευθύνθηκα προς τα εκεί και μετά από λίγα λεπτά που είχα φτάσει τον είδα να κάθετε σε ένα παγκάκι. τον πλησίασα και εκείνος σηκώθηκε όρθιος. Ήρθε κοντά μου με φίλησε απαλά και έπειτα με αγκάλιασε. Έφυγε ένα βάρος από πάνω μου, αν ήξερε δε νομίζω να μου έλεγε τίποτα. «Γεια» μου μουρμούρισα «Γεια σου μωρό μου» είπε και μου χαμογέλασε ενώ ξανά κάθισε στο παγκάκι και εγώ ακολούθησα. Πέρασε το χέρι του γύρω από τον ώμο του και με έφερε κοντά του. «Λοιπόν, για τι πράγμα θες να πούμε;» τον ρώτησα και χαμογέλασα αμήχανα. «Κοίτα ξέρω ότι είμαι λίγο καιρό εδώ αλλά έγινε κάτι σημαντικό με τους γονείς μου και πρέπει να φύγω σήμερα κιόλας» πρώτη φορά χαίρομαι τόσο για αυτό που μου λέει. Όχι επειδή θα φύγει αλλά φοβόμουν πραγματικά μήπως και έμαθε. «Είναι όλα καλά;» τον κοίταξα απορημένη. «Δε ξέρω γι αυτό θέλω να πάω να μάθω, θα γυρίσω σε λίγες μέρες ή μία εβδομάδα μάλλον. Συγνώμη που πρέπει να φύγω» είπε και έβαλε το χέρι του στον λαιμό του. Τον φίλησα πεταχτά στα χείλη. «Δε πειράζει, αφού θα γυρίσεις όλα καλά, πρώτα η οικογένεια σου» του είπα και χαμογέλασα. Με φίλησε ξανά, με περισσότερο πάθος αυτή τη φορά. Δε γίνετε να αφήσω τον Αχιλλέα τώρα. Ήρθε εδώ πέρα μόνο και μόνο για να είμαστε μαζί. Τουλάχιστον αυτός με αγαπάει πραγματικά, όχι σαν τον Μιχάλη. που όλο τον βλέπω με άλλες, γι αυτό κι εγώ δε θα το συνεχίσω άλλο. «Το πλοίο μου φεύγει σε λίγο οπότε πάω κι εγώ» με αγκάλιασε για τελευταία φόρα και έφυγε
Καθόμασταν με την Ζωή σήμερα και συζητούσαμε για τη μέρα μας. Παραλείποντας πάντα τη στιγμή μου με τον Μιχάλη. «Ντύσου να φύγουμε» μου είπε και την κοίταξα απορημένη. «Να πάμε που;» την κοίτα απορημένη. «Ε μιας και σήμερα είναι παρασκευή και θα βγούμε αύριο, είπαμε να βρεθούμε στου Μιχάλη απόψε» ένιωσα τη καρδία μου να σταματάει στο άκουσμα του ονόματος του. Την κοίταξα γουρλώνοντας τα μάτια μου και ξεροκατάπια. «Είμαι λίγο αδιάθετη δε ξέρω αν θα έρθω» είπα ψέμματα. Με κοίταξε και χαμογέλασε στραβά. «Θες μήπως να σου κάνω παρέα;» μουρμούρισε σιγά και με κοίταξε με παρηγορητικό βλέμμα. «Δε χρειάζεται θα είμαι μια χαρά, έτσι κι αλλιώς θα κοιμηθώ τώρα» της χαμογέλασα ψεύτικα και εκείνη έτεινε το χέρι της και χάιδεψε απαλά τον ώμο μου. Χωρίς να μιλήσει, σηκώθηκε και μέσα σε είκοσι λεπτά περίπου ήταν έτοιμη. Ήρθε κοντά μου, μου φίλησε το μάγουλο και μου χάρισε ένα τελευταίο χαμόγελο για σήμερα. «Αν θες κάτι πάρε με τηλέφωνο» μου είπε και της ανταπέδωσα το χαμόγελο. Εκείνη έφυγε κλείνοντας τη πόρτα πίσω της. Έριξα το σώμα μου βαριά στο κρεβάτι και έκλεισα τα μάτια μου ενώ σκεπάστηκα με μία κουβέρτα. Το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ.
Βασικά θες να ακολουθήσεις τη Ζωή για να είσαι κοντά του
Είπε η φωνή μέσα στο κεφάλι μου και το κούνησα αμέσως να διώξω τη σκέψη. Χαλάρωσα το σώμα μου πάνω στο στρώμα και μετά από λίγη ώρα προσπαθώντας να κοιμηθώ, τα κατάφερα τελικώς. Αφού η μικρή φωνή στο κεφάλι μου δεν έλεγε να σταματήσει και δεν έλεγε να σταματήσει να σκέφτεται το συμβάν που έγινε το πρωί.
Ήθελα απλά να σταματήσω να νιώθω έτσι, έπρεπε να τον μισούσα με αυτό που μου έκανε. Ήμουν τόσο αφελής εκείνος ήθελε απλά να με ρίξει στο κρεβάτι και εγώ του δόθηκα. Δεν είμαι για εκείνον πέρα από ένα πήδημα, κι αυτός λέει όσα λέει μόνο και μόνο γιατί θέλει να υπνωτίσει το μυαλό μου με ψεύτικες ελπίδες. Τέλος όμως το παιχνίδι, δεν είναι αυτός που θα βγει κερδισμένος.
ΣΑΣ ΑΓΑΠΑΩ ΟΛΟΥΣ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΝΑ ΤΟ ΞΕΡΕΤΕ..♥ vote&comment