Η ώρα είναι δώδεκα το βράδυ και η Ζωή ετοιμάζετε να βγει. «Πως είμαι;» με ρωτάει η Ζωή ενώ βγένει απο το μπάνιο. Ηταν πανέμορφη. Φορούσε ένα μία στενή μαύρη φουστα, απο πάνω μία αεράτη άσπρη μπλούζα με μια λέξη πανω που δεν μπορούσα να καταλάβω και ένα ζευγάρι μαύρες γόβες. Είχε ισιώσει τα μαλλιά της και είχε βαφτεί ελάχιστα στο πρόσωπο. Την κοιτούσα με δεος. «Κούκλα είσαι» της λέω τελικά. «Έλα μαζί μου θα περάσουμε ωραία» Με παρακαλάει για ακόμα μία φορά. Σχεδόν κάθε φορά που βγαίνει, κάθε μέρα δηλάδη, τσακωνόμαστε για αυτό. Της χαμογελάω λοξά και κουκουλώνομαι με το σεντόνι μου. Την ακούω να αναστενάζει και έρχετε κοντά μου. «Έχεις την δικαιολογία ότι δεν ξέρεις κανέναν, μόλις αρχίσουν τα μαθήματα, δεν γλιτώνεις» μου ψιθυρίζει και εγώ γελάω. Μου δίνει ένα φιλικό φιλί στο μάγουλο και φεύγει. «Καλά να περάσεις!» της λεω και εκείνη χαμογελάει. Γυρίζω πλευρό για να κοιμηθω. Η αλήθεια είναι φοβάμαι λίγο ότι έχει δίκιο. Ικανή την έχω να με πάρει με το ζόρι σε κανένα μπαράκι, ακόμα και αν είμαι με τις πυτζάμες. Σκέφτομαι μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Σκέφτομαι διάφορα, πως θα είναι η καινούρια μου ζωή, οι συμμαθητές μου στη σχολή. Σκέφτομαι και την μαμά μου. Τι να κάνει άραγε; Ελπίζω να μην μαλώνει με τον μπαμπά. Διώχνω αμέσως αυτή τη σκέψη. Μετά απο λίγο με πέρνει ο ύπνος.
Ξυπνάω και κοιτάζω θολά γύρω μου, το κρεβάτι της Ζωής είναι άδειο. Για μια στιγμή σκέφτομαι ότι θα είναι στον Φίλιππο, αλλά το απόγευμα μου υποσχέθηκε ότι θα ξυπνούσαμε μαζί αυτο το Σάββατο. Κοιτάζω το ρολόι του κινητού μου και η ώρα είναι 2:30. λογικά δεν έχει γυρίσει ακόμα. Νιώθω το σώμα μου υγρό και φουντώνω. Από την ζέστη. αυτή την στιγμή θέλω να κάνω ένα κρύο ντουζ. Αλλά δεν έχω δύναμη ούτε να σηκωθώ.
Με δυσκολία βγάζω το σορτσάκι μου και "πετάω" το σεντόνι στα χαμηλά, στα πόδια μου. Με πέρνει ο ύπνος κατευθείαν.
Φως μπένει από το μικρό παραθυράκι πάνω από το γραφείο και αμέσως ανοίγω τα μάτια μου.
Η Ζωή είναι ξαπλωμένη με τα ρούχα από χθες. Λογικά μέθυσε. Πάω κοντά της και την σκουντάω απαλά. «Μμμ» κάνει και γυρίζει πλευρό. «Ξύπνα κορίτσι μου» της λέω σιγανά. «Λίγο ακόμα» μου λέει και εγώ φευγω απο πάνω της. Πέρνω καθαρά ρούχα και πετσέτες και πάω στο μπανιο. Αφαιρώ το εσώρουχο μου και το φανελάκι μου. Ρυθμίζω το νερό στο ζεστό και πάω κάτω από το ζεστό νερό. Νιωθω όλους μου τους μυς να χαλαρώνουν και ξεχνάω όλα όσα με απασχολούσαν τον τελευταίο καιρό. Μετά απο αρκετή ώρα στη μπανιέρα βγαίνω έξω. Φοράω ένα εσώρουχο, πιάνω τα βρεγμένα μου μαλλιά ένα κότσο, χτενίζω τις αφέλειες μου, να ναι ίσιες και βάζω τα γυαλιά μου. Τυλίγω μια πετσέτα γύρω μου και βγαίνω από το μπάνιο. Ανοίγω την πετσέτα μου και νιώθω την παρουσία κάποιου αγνώστου στο δωμάτιο. Την τυλίγω ξανά απότομα και ευχαριστώ τον Θεό μου είμαι πλάτη και δεν είδαν τίποτα. Γύριζω και βλέπω, όντως ένα άγνωστο άτομο, αλλα και ένα γνώριμο. Τι γνώριμο είναι ο Φίλιππος, το άλλο είναι ένα κουκλακι με μαύρα ανακατεμένα μαλλιά και πράσινα μάτια. Χριστέ μου, δεν έχω δει πιό ωραία μάτια! Επανέρχομαι στην πραγματικότητα. «Αν είναι δυνατόν» κάνω μια παύση και καταπίνω. «Τι δουλειά έχετε εσείς εδώ, και χωρίς να χτυπήσετε μια πόρτα;» σχεδόν ουρλιάζω. Εχω μείνει κόκκαλο. «Εμείς... δεν... ήθελα να δω την Ζωή!» προσπαθεί να απολογηθεί. Ο φίλος του δεν πρέπει να έχει ακούσει τίποτα από αυτά που λέω. Με κοιτάει από πάνω μέχρι κατω και γλύφει τα χείλη του. Κοκκινίζω. το καταλαβαίνω απο τον τρόπο που με κοιτάει. «Αν είχατε έρθει 1λεπτό αργότερα θα με είχατε δει γυμνή» τους λεω θυμωμένα. Βλέπω τον φίλο του να χαμογελάει πονηρά. Αχ τι θέλει κι αυτός; «Συγνώμη» λέει σιγανά και το βλέμμα μου μαλακώνει. Βλέπω μια ελαφριά ανησυχία στο πρόσωπό του και δεν καταλαβαίνω το γιατί. «Κοιμάται» λεω και ξεφυσάω. Εκείνος πήγε κοντά. «Εσένα γιατί σε έφερε;» ψιθυρίζω. «Γιατί είμαι φίλος του» Το ακουσε, γαμώτο. «Μιχάλης, χάρηκα» απλώνει το χέρι του. «Ραφαηλία, καθόλου» λέω ειρωνικά. Γελάει και έρχετε κοντά μου. Πολύ κοντά μου. Είναι τόσο ψηλός και.. και μυώδης. Μπροστά του φαίνομαι μυρμήγκι. Σκύβει στο αυτί μου. «Έχεις υπέροχο σώμα» λέει ενώ νιώθω την ανάσα του στο δέρμα μου. Ένας ρίγος διαπερνά όλο μου το σώμα. Φουντώνω και είμαι σίγουρη πως έχω κοκκινήσει. Εκείνος το καταλαβαίνει και σχηματίζετε ένα χαμόγελο στην άκρη των χειλιών του. Κοιτάζω το πάτωμα ντροπαλά. Μπορεί να ανοίξει η γη και με καταπιεί; «Τι εννοείς;» λέω ενώ τα μάτια μου δεν έχουν φύγει απο τα πλακάκια του δωματίου. Σηκώνει το προσώπο μου με τα χέρια του. Χάνομαι μέσα στα πράσινα αυτά υπέροχα μάτια. «Το βράδυ» μου λέει και μου κλείνει το μάτι. Θεέ μου, λιώνω. Αχχχ. Βλέπω το Φίλιππο να φιλάει την Ζωή και να φεύγει. «συγνώμη για αυτό Ραφ» Ραφ; Απο πότε με λέει αυτός Ραφ; Ο Μιχάλης μου κλείνει ξανά το μάτι και φεύγει. Προσπαθώ να το ξεχάσω και κάθομαι στο κρεβάτι της φίλης μου.