Εγώ με την Ζωή μπήκαμε στην αίθουσα και καθίσαμε σε δύο καρέκλες. Ο καθηγητής μας μπήκε μέσα και το μάθημα άρχισε.
Η ώρα ήταν 3 και είχαμε μόλις τελειώσει. Πήγαμε στην τραπεζαρία και καθήσαμε στο τραπέζι που καθόταν ο Φίλιππος, και φυσικά η παρέα του. Η Ζωή έδωσε ένα φιλί στον Φίλιππο και κάθησε δίπλα μου. Ο Μιχάλης δεν μου μίλησε και δεν καταλαβαίνω τι έχει πάθει από το πρωί. Ο Σταμάτης ήρθε και κάθησε δίπλα μου. «Λοιπόν Ραφαηλια, ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα» μου λέει και χαμογελάει. Εσύ μας έλειπες τώρα. «Ναι» λέω σιγανά. Πριν προλάβει να πει κάτι, ο Μιχάλης του λέει κάτι στο αυτί και αυτός φεύγει, ψυθιριζοντας μου «Συγνώμη» Τι στο καλό; Τι του πε και εξαφανίστηκε; Πάω και κάθομαι δίπλα του. «Τι του πες και έφυγε έτσι;» τον ρωτάω. «Δεν σε αφορά» λέει ψύχρα. Δεν με κοίταζε καν. «Μάλιστα» λέω ξερά και ξεροκαταπίνω. «Έλα μην θυμώνεις, δεν είναι σημαντικό. Είμαι λίγο κακόκεφος σήμερα. Το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να τσακωθούμε» μου λέει και με κοιτάζει λυπημένα. Τα πράσινα μάτια του λαμπουν. «Έχει γίνει κάτι;» τον ρωτάω προσπαθώντας να μάθω. «Όχι, μην ανησυχείς» μου λέει για να με καθυσηχάσει. Μια ξανθιά κάθεται στα πόδια του. Φοράει ένα στενό τζιν και ένα τοπάκι που καλύπτει μόνο το στήθος της. «Γεια σου Μιχάλη» του λέει και του πειράζει τα μαλλιά. Εκείνη του ψυθιρίζει κάτι στο αυτί και εκείνος χαμογελάει πονηρά. Δεν θέλω καν να σκέφτομαι τι μπορεί να του είπε. Όλη αυτή η σκηνή με εκνευρίζει αφάνταστα. Συζητάνε και Μιχάλης της χαϊδεύει το πόδι. Θέλω να ορμηξω και να της βγάλω το μαλλί. «Πάμε;» ρωτάω την Ζωή. Εκείνη μου γνέφει. «Γεια σου Μιχάλη, γεια σου Φίλιππε» λέω προσπαθόντας να το παίξω άνετη. Βγαίνουμε από την τραπεζαρία και πάμε στον ξενώνα μας.
Πέφτω με φόρα στο κρεβάτι. «Ευχαριστώ για χθες» μου λέει. «Ωραία ήταν» της λέω και με κοιτάζει έκπληκτη. «Δεν πιστεύω να-;» Δεν θέλω να το σκέφτομαι. «Όχι βέβαια» της λέω και φαίνεται απογοητευμένη. «Τι έγινε;» με ρωτάει. «Μιλήσαμε λίγο, μετά πήγαμε για ύπνο και μετά ξυπνησαμε» της απαντάω. «Εσείς εδώ;» την ρωτάω. «Ένα σου λέω. Όλο το βράδυ» Αμέσως καταλαβαίνω τι θέλει να πει. «Χαίρομαι για σένα» της λέω και χαμογελάω. «Γιατί ήθελες να φύγουμε» Τι να της πω; Την αλήθεια, κολλητή μου είναι! «Δεν είδες πως τριβοταν έτσι η ξανθόψυρα. Δεν αντέχω τέτοιο θέαμα» της λέω. «Κι αυτός χάρηκε κι όλας» Εγώ φταίω που δεν είναι καλά σήμερα. Δεν με ήθελε χθες. Μόλις είδε εκείνη την κοπέλα, ο Θεός να την κάνει, σχεδόν έλαμψε. «Σου αρέσει ο Μιχάλης;» Παγώνω. «Λίγο» ψιθυρίζω. «Χαίρομαι, αλλά πρόσεξε μην πληγωθείς » Έχει δίκιο. Δεν πρέπει να τον εμπιστευτώ. «Θα πάρω να φάμε, πίτσα;» γνέφω.