Μιχάλης.
Είναι τόσο όμορφη γαμώτο, δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα μου απο πάνω. Έχει τόσο τέλειο δέρμα, θα μπορούσα να την χαζεύω όλη μέρα. Αν ήθελα να γαμήσω μια γκόμενα θα μου επερνε 2 ώρες. Σε αυτήν έχουν περάσει 2 εβδομάδες και ακόμα να την ρίξω. Πρέπει να κλείσουμε την γαμημένη συμφωνία να την πηδήξω να τελειώνουμε. Πρέπει να περιμένω όμως, είναι τόσο αθώα, θα σοκαριστεί. και δεν θα δεχτεί. Την θέλω, τώρα. Μου άρεσει τόσο πολύ γαμώτο, πρώτη φορά κολλάω έτσι με μια κοπέλα.
Κοιτάζω δίπλα και η ώρα είναι 9. Γαμώτο θέλω κι άλλο ύπνο. Δεν έπρεπε να την κοιτάζω και να της χαϊδεύω τα μαλλιά μέχρι της 4. Σηκώνομαι και κάνω ένα ντους. Ρίχνω μια ματιά στο κρεβάτι και κοιμάται ακόμα. Είναι τόσο γαλήνια. Πρωινό, θα φτιάξω πρωινό. Τι της αρέσει όμως; Τιγανητες. Σε ποιόν δεν αρέσουν; εύκολες και γρήγορες. Ποίος θα το φανταζόταν ότι θα έφτιαχνα πρωινό για ένα κορίτσι. Ή θα κοιμόταν μαζί μου. Με το μόνο κορίτσι που έχω κοιμηθεί στο ίδιο κρεβάτι είναι η μικρή μου αδερφή. Τι μου έχει κάνει; Όσο εγώ τις τηγανίζω ακούω θορύβους από πίσω. Γυρίζω το κεφάλι μου και να τη. Στέκεται στην πόρτα. Είναι τόσο όμορφη. Αυτό το μπλουζάκι, ακόμα δεν φοράει σουτιέν. Χριστέ μου, θα την πηδήξω εδώ και τώρα, στον πάγκο αυτής της καταραμένης κουζίνας. Το κάνει επίτηδες για να με βασανίσει.
Ραφαηλία.
Ανοίγω τα μάτια μου και ο Μιχάλης δεν είναι εδώ. Ακόμα να συνηδητοποιησω τι έγινε χθες. Γαμώτο με φιλήσε. και ήταν το πιο ωραίο φιλί που έχω δώσει. Θα το ξανά κάνει; Ελπίζω ναι. Δεν ήμαστε μαζί όμως. Βγαίνω από το δωμάτιο και πάω στο σαλόνι. Ούτε εκεί είναι, να τος! στην κουζίνα. Τι κάνει; μαγειρεύει; Αυτό και αν είναι αστείο. Πάω στην κουζίνα και κοντοστεκόμαι στην πόρτα. Είναι τόσο όμορφος, θέλω να περάσω τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά του. Θέλω να τον φιλήσω ξανά. Αχ θέλω τόσα πολλά αλλά δεν θα γίνει τίποτα. Γυρίζει και με κοιτάει. «Καλημέρα» λέει μαλάκα και χαμογελάει. «Καλημέρα» απαντάω και με αργό βήμα τον πλησιάζω. «Δεν ήξερα ότι μαγειρεύεις» του λέω όταν στέκομαι δίπλα του. «Για εσένα» λέει και χαμογελάω.
Είμαι ξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού και βλέπω παιδικά στην τηλεόραση μια και τα υπόλοιπα κανάλια έχω τις χαζές εκπομπές. Το κινητό που χτυπάει. Ελπίζω να είναι η μητέρα μου. Η Ζωή, τέλεια ετοιμάζομαι για την ανάκριση της. «Που στο καλό είσαι;» φωνάζει μέσα από το τηλέφωνο. «Εγώ ήρθα πρωί- πρωί να δω αν είσαι καλά και λείπεις!» φωνάζει ξανά. «Είμαι στον Μιχάλη..» λέω. «Πλάκα κάνεις; Δεν το πιστεύω!» «Κάνατε τίποτα; Τι έγινε; Πες μου» εκλιπαρεί. «Δεν θα σου πω από το τηλέφωνο» της λέω και της το κλείνω στην μούρη. Προβλέπεται μεγάλη μέρα. «Ποίος ήταν;» με ρωτάει ο Μιχάλης και μπαίνει στο σαλόνι με δύο κούπες ζεστό καφέ. «Η Ζωή» του λέω. «Ωχ» κάνει και κάθεται απέναντι από μένα στον καναπέ. «Λέω να φύγω, να πάω να κοιμηθώ» του λέω και γελάει. «Γιατί γελάς;» τον ρωτάω και υψώνω το φρύδι μου. «Κοιμάσαι όλη μέρα. Ξύπνησες στις 10, όλη την ώρα είσαι ξαπλωμένη στον καναπέ και τώρα νυστάζεις;» Δεν ξέρω αλλά νυστάζω. Νιώθω κουρασμένη. «Ναι..» λέω σιγανά και δαγκώνω το χείλος μου. «Κοιμήσου εδώ Ραφούλι δεν θέλω να φύγεις» μου λέει και του χαμογελάω. «Εντάξει» λέω και σηκώνομαι πηγαίνοντας στο δωμάτιο του.