Ξύπνησα και ήμουν ξαπλωμένη στην άκρη του καναπέ. Η ώρα ειναι 10. Τέλεια, έχασα το πρώτο μάθημα. Σηκώνομαι και νιώθω όλο μου το σώμα πιασμένο. Βάζω τα παπούτσια μου και τρέχω προς την έξοδο του ξενοδοχείου. Έχω μόνο 40 λεπτά για το επόμενο μάθημα.
Μπαίνω στον κοιτώνα μου και πάω γρήγορα στο μπάνιο. Αφαιρώ τα ρούχα μου και μπαίνω κάτω από το καυτό νερό. Νιώθω όλους τους μυς μου να χαλαρώνουν. Και να ξεμεθάω από χθες, νιώθω ήδη πολύ καλύτερα. Μπορεί να μην ήπια χθες στο κλαμπ, αλλά δεν έχω ιδέα πόσα ποτήρια κρασί ήπιαμε με τον Μάριο.
Είμαι επιτέλους έτοιμη. Φοράω μία μαύρη φόρμα, με μία πλεκτή μπλούζα και τα σταράκια μου. Έχω πιάσει τα μαλλιά μου ένα κότσο και βάζω τα γυαλιά μου. Παίρνω την τσάντα μου και τρέχω στην τραπεζαρία. Έχω αλλά 3 μαθήματα και δεν ξέρω πως θα αντέξω.
Πάω κοντά στην Ζωή και κάθομαι δίπλα της. «Που σαι Ραφ; το ξέρεις ότι έχασες το πρώτο μάθημα;» μου λέει. Και τότε παρατηρώ τον Μιχάλη. Ο οποίος μιλάει με τον Φίλιππο και τον Σταμάτη, αμφιβάλλω αν έχει καταλάβει ότι βρίσκομαι εδώ. «Δεν είναι ώρα γι αυτό» της λέω και εκείνη μου γνέφει. Θέλω να της πω πως ήμουν με τον Μάριο αλλά δεν θέλω να με ακούσει ο Μιχάλης. Το κουδούνι που μας προειδοποιεί ότι το επόμενο μάθημα ξεκινάει σε λίγο χτύπησε. Αποχαιρετώ την Ζωή και κατευθύνομαι προς την έξοδο της τραπεζαρίας. τότε νιώθω κάποιον να με κολλάει στον τοίχο και πάνω του. Μυρίζει τσιγάρο. Ο Μιχάλης. Επιστρέφω στην πραγματικότητα και τον σπρώχνω ελαφρά να φύγει. «Φύγε από πάνω μου» γρυλίζω. Τον χτυπάω με τα χέρια μου στο στήθος όμως εκείνος δεν κινείται. Πιάνει τους καρπούς μου και τους ακινητοποιεί. Αδύνατον να ξεφύγω, είναι πιο δυνατός από εμένα. «Με πονάς» του λέω ψευδώς για να με αφήσει αλλά δεν με ακούει. «Γιατί δεν ήρθες στο πρώτο μάθημα; Που ήσουν;» με ρωτάει. Δεν φαίνεται θυμωμένος, φαίνεται στεναχωρημένος. «Κοιμόμουν» του λέω σιγανά. Αν φώναζα κι εγώ θα είχαμε άσχημη κατάληξη. «Ραφ, πέρασα από το δωμάτιο σου το πρωί δεν ήσουν εκεί» ξέρει. Ξέρει πως ήμουν στον Μάριο χθες το βράδυ. Δεν ξέρω και εγώ τι θα νομίζει. Θέλω να μιλήσουμε αλλά δεν έχω χρόνο τώρα. «Τι σε νοιάζει που ήμουν;» τον ρωτάω και ελευθερώνει τους καρπούς μου. «Απλά ανησύχησα, σαν σωστός φίλος» Αουτς. Ίσως αν του πω πως ήμουν με τον Μάριο με αφήσει ήσυχη. Δεν θα ασχολείται πια μαζί μου. «Κοιμήθηκα με το Μάριο, πρέπει να πάω στην τάξη» του λέω και τον σπρώχνω για να φύγει. Η έκφραση του είναι θυμωμένη τώρα. Προχωράω μπροστά, με γρήγορα βήματα. Δεν γυρίζω πίσω να τον κοιτάξω. Σχεδόν τρέχω κοιτώντας το πάτωμα, πέφτω πάνω σε ένα αγόρι. «Συγνώμη» λέω χαμηλόφωνα. «Δεν πειράζει» μου λέει και μου χαρίζει ένα χαμόγελο. Πηγαίνω στην αίθουσα και κάθομαι σε μία άδεια θέση, δίπλα μου κάθεται εκείνο το αγόρι. Δεν δίνω σημασία και βγάζω έξω από την τσάντα μου τις σημειώσει μου. «Το όνομα σου;» τον ακούω να λέει. Γυρίζω απότομα. «Σε μένα μίλησες;» τον ρωτάω. «Ναι» μου λέει και χαρίζει άλλο ένα από το γοητευτικό του χαμόγελο. «Ραφαηλία» του λέω και του δίνω το χέρι μου. Ίσως είναι καλύτερο να κάνω κι άλλους φίλους, και εκείνος φαίνεται πολύ καλός. «Βαγγέλης χάρηκα» μου λέει και ανταποδίδει στην χειραψία. «Παρομοίως» Είναι πραγματικά πολύ όμορφος. Έχει καστανόξανθα μαλλιά και ανοιχτά καστανά μάτια. Αν και έχει συνηθισμένα χαρακτηριστικά είναι πάρα πολύ όμορφος.