Μιχάλης
Σηκώθηκα από τον καναπέ και πήγα μέχρι το ψυγείο. Πήρα δύο μπύρες και ξανά πήγα στο σαλόνι. «ρε μαλάκα!» μου φώναξε ο Νίκος όταν βγήκε απ το μπάνιο. «Τι θες;» του είπα και ήπια μια γουλιά από την παγωμένη μπύρα μου. «έχεις εδώ και 3 μέρες που είσαι μέσα στο σπίτι, βλέπεις μόνο τηλεόραση και βρωμάς αλκοόλ απο πάνω μέχρι κάτω» μου είπε και τον αγνοήσα. «γάμα μας!» του φώναξα. Το κουδούνι χτύπησε. Λες να είναι εκείνη; Σα βολίδα έτρεξα να ανοίξω τη πόρτα. «Δείτε εδώ έναν μαλακά πως κάνει για μια γκόμενα!Η Πέννυ είναι» μου είπε και απογοητεύτικα λιγάκι, αλλά άνοιξα. «Πάλι έτσι είσαι;!» χωρίς να πω κάτι ξανά κάθησα στο καναπέ, συνεχίζοντας τη μπύρα μου. «Λοιπόν αρχίδι, σήκω,ντύσου, πλύσου και πάμε έξω γιατί δε ξέρω κι εγώ τι θα γίνει!» Είχα τόσα νεύρα εκείνη τη στιγμή, ήθελα να τα σπάσω όλα. Γαμώ, μου έλειπε αλλά δεν ήθελα να την πάρω τηλέφωνο. Χώρις δεύτερη σκέψη, σηκώθηκα όρθιος, πήρα το κινητό μου και το πέταξα με δύναμη στο τοίχο. Το σπασμένο –πλέον– αντικείμενο έπεσε κάτω, θρυμματισμένο σε μικρά κομμάτια. Η Πέννυ και ο Νίκος έμειναν να με κοιτάνε σα χάνοι. «Είσαι τρελός;» μου ούρλιαξε η Πέννυ. «πάω να κοιμηθώ» δήλωσα και με βαριά βήματα κατευθύνθηκα προς το κρέβατι μου.
Γαμώτο! Μου έλειπε. Έχω να την δω από την Κυριάκη, δε το πιστεύω ότι την παρακάλεσα να μείνει και εκείνη έφυγε. Ήθελα να την νιώσω. Να νιώσω το σώμα μου πάνω της. Το μικρό μου κοριτσάκι.. τόσο αθώα και τόσο σέξυ ταυτόχρονα. Ήθελες να τραβήξεις τα ροζ μαγουλάκια της και να γαμήσεις τον ωραίο κώλο της. Την ήθελα και δε μπορούσα να την έχω. 3 μέρες μακριά της. Την σκέφτομαι όλη την ώρα, δε μπορώ να κάνω τίποτα.
Ραφαηλία
Ήμουν με τον Αχιλλέα. Ήταν τόσο γλυκός και καλός μαζί μου. Με φρόντιζε και με πρόσεχε. Με έκανε να χαμογελάω και γενικα ήμασταν πιο καλά απο ποτέ. Η Ζωή είχε κανονίσει να πάει στο Φίλιππος και ο Αχιλλέας θα ερχόταν εδώ να δούμε ταινία.
Μετά απο καμιά ώρα ήρθε. Του άνοιξα την πόρτα και χαμογέλασε. Μου έποιασε τη μέση και με τράβηξε πάνω του δίνοντάς μου ένα τρυφερό φιλι. Με άφησε και χαμογέλασα. «έλα μέσα» του είπα και με υπάκουσε. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και ξάπλωσα δίπλα του. Με τράβηξε στην αγκαλιά του και βάλαμε την ταινία.
Μέτα από δύο ώρες τελείωσε. «Καλή ήταν» μουρμούρησε και συμφώνησα. «Νυστάζεις ή μου φαίνεται;» με ρώτησε και φίλησε παιχνιδιάρικα τη μύτη μου. «νυστάζω λίγο..» αποκρίθηκα. «έλα να κοιμηθούμε τότε» μου είπε και με φίλησε.
Μιχάλης
Κοιμήθηκα μόνο μία ώρα. Δε μπορούσα παραπάνω. Η ώρα είναι δώδεκα και έχω πιεί ότι υπάρχει μέσα στο σπίτι απο αλκοόλ. Είμαι σίγουρος ότι έχω μεθύσει. Αλλά θέλω να την δω. Τώρα, θέλω. Θέλω γαμώτο να πάω να την βρώ και να της κάνω έρωτα μέχρι το πρώι. Να μη μπορεί να περπατήσει την επόμενη μέρα. Να γεμίσω το λαιμό της με σημάδια να ξέρουν όλοι ότι είναι μόνο δικιά μου. Δεν αντέχω καν στη σκέψη να την αγκίζει άλλος, να την φιλάει άλλος. Τρελένομαι και μόνο που το σκέφτομαι! Θα πάω από τις εστίες. Δε με νοιάζει πόσο τύφλα είμαι, θέλω μόνο να γευτώ τα χείλια της. Είναι λάθος, Με γαμωτρελένει! Θέλω να την πάρω αγκαλιά και να μείνουμε έτσι. Απλά αγκαλιασμένοι όλο το βράδυ.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και έβαλα τα ρούχα μου. Πήρα κλειδιά, κινητό και έφυγα. Κατέβηκα με φόρα τις σκάλες και μπήκα μέσα στο αμάξι. Ο δρόμος προς τις εστίες περνούσε από μία κάβα. Πάρκαρα το αμάξι απ' έξω και μπήκα στο μαγαζί. Δεν έχω ιδέα πως διάολο οδηγάω στη κατάτασταση μου αλλά είμαι ευγνώμων που δεν έχω τρακάρει ακόμα. Να δω τι άλλο θα κάνω για να τη δω γαμώ! Πίσω απ το ταμίο ήταν μια κοπέλα γύρω στα 25. «Τι θα πάρεις;» με ρώτησε ναζιάρικα και δάγκωσε το κάτω χείλος της. Πριν δύο μήνες μάλλον θα της έκλεινα το μάτι και θα την πηδούσα στην αποθήκη με τα ποτά πριν φυγώ. Τώρα όμως το μόνο που με νοιάζει είναι να πάω να δω το Ραφούλι. Ζήτησα ένα μπουκάλι βότκα και αφού πλήρωσα, έφυγα σφαίρα. Μπήκα πάλι στο αμάξι, πίνοντας από το μπουκάλι σε όλη τη διαδρομή.
Χτύπησα τη πόρτα της και με το τρίτο χτύπημα άνοιξε. «Μιχάλη τι θες εδώ;» με ρώτησε ξαφνιασμένη. «Δε χαίρεσαι που με βλέπεις;» καταφερα να πω. Πριν προλάβει να απάντηση μία αντρική φωνή πετάχτηκε απο πίσω. «Ποιός είναι μωρό μου;» μωρό της; ποιος μαλάκας;! «τίποτα θα το τακτοποιήσω!» του φώναξε. «Έχεις παρέα, μη σε κρατάμε» είπα και γύρισα να φύγω. «Περίμενε! Γιατί ήρθες;» με ρώτησε. Για να σε δω αλλά γρήγορα με αντικατέστησες με άλλον. «Ήθελα..να πω ένα γεια» είπα απογοητευμένος. Ήταν με άλλον, με είχε ξεχάσει. Μπήκε πάλι στο κοιτώνα της κι εγώ πήρα τηλέφωνο το Νίκο. «Που είσαι;»
«Στης Πέννυς»
«Έρχομαι» είπα και έκλεισα το τηλέφωνο. Ήπια μία ακόμα γουλιά και ξεκίνησα.
Με ξέχασε. Τελείωσε.
.
.
.
.
Απολαύστε:D Συγνώμη αν έχει ορθογραφικά, το παρτ είναι γραμμένο απο κινητό. 35+ σχόλια για να μπει επόμενο. Ψηφήστε και σχολιάστε♥