Σπίτι του; «Θα περιμένω» του λέω και ακουμπάω την πλάτη μου στον τοίχο. «Άμα περιμένεις απο αυτούς, θα κάτσεις μέχρι το πρωί» μου λέει και με τραβάει. «Δεν θα το συζητήσουμε τώρα αυτό, Έλα» Μπορώ να αρνηθώ, σε αυτά τα μάτια; Τον ακολουθώ ως στην μηχανή του. «Ανέβα» μου λέει και εγώ τον υπακούω. Μετά από δύο λεπτά πιάνει βροχή. Τέλεια. Πηγαίνει πιο γρήγορα. Σφίγγω τα χέρια μου γύρω του πιο πολύ. Φτάνουμε έξω από μια ολοκαίνουρια πολυκατοικία. «Χάλια γίναμε» μουρμουρίζω και μπένουμε στο ασανσέρ. «Έλα μην γκρινιάζεις, θα σε φροντίσω εγώ. Ξέρεις ότι μ'αρέσει!» Θεέ μου, είναι τόσο γλυκός. Λιώνω. «Κάθε βράδυ θα με φροντίζεις;» ρωτάω ειρωνικά. «Αν χρειαστεί» μου λέει και ανοίγει το ασανσέρ. Δεν μιλάω αλλά έχω κοκκινήσει. Ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του. Είναι τεράστο. Διακοσμημένο τέλεια με αποχρωσης του άσπρου και του γκρι. «Πολύ όμορφο» μουρμουρίζω και κοιτάω γύρω. «Αν έχεις διακοσμητή για μάνα» Μου λέει και κλείνει την πόρτα. «Έρχομαι» μου λέει και πάει σε ένα άλλο δωμάτιο. Πιάνει το μάτι μου μια βιβλιοθήκη. Πάω κοντά της. Στο πρώτο ράφι έχει βιβλία. Στο δεύτερο έχει φωταγραφιες και στα άλλα έχει διαφορά διακοσμητικά και βιβλία. Στο ράφι με τις φωτογραφίες του. Έχει μια με έναν κύριο και μια γυναίκα, ένα μικρό κοριτσάκι, ενα αγόρι και εκείνος. Λογικά η οικογένεια του. Στη δίπλα μια φωτογραφία με το ίδιο το κοριτσάκι. Στην άλλη μια με τους κολλητούς του. Και στις άλλες δικές του με πρόσωπα που δεν γνωρίζω. Κάποιος απλώνει μια πετσέτα γύρω μου και εγώ τσιρίζω. «Πας καλά, θα με πεθάνεις!» φωνάζω. Εκείνος ξεσπά σε γέλια. Κάθομαι στο λευκό καναπέ του. «Μην γελάς» του λέω και σταυρώνω τα χέρια μου. «Συγνώμη Ραφουλι» μου λέει και πιάνει την μέση μου. Το κινητό μου χτυπάει. Η Ζωή.
«Έλα που είσαι;»
«Σπίτι του Μιχάλη»
«Ωραία κάνε μου μια χάρη και θα σου χρωστάω όλη μου την ζωή»
«Τι;»
«Κοιμήσου εκεί»
«Τι; Πας καλά; Δεν υπάρχει περίπτωση!»
«Τι έγινε;» με ρωτάει ο Μιχάλης.
«Τίποτα, θέλει να κοιμηθώ εδώ, θα το τακτοποιήσω»
Μου περνει το κινητό από τα χέρια. Το κλείνει. «Θα με πας εσύ έτσι;» τον ρωτάω. «Που να σαι πάω εδώ θα κάτσεις» Παγώνω. Εδώ; στο σπίτι του;
«Μα τι λες; Γιατί μου πήρες το τηλέφωνο;»
«Σταμάτα την γκρίνια Ραφουλι, είπα ότι θα κάτσεις εδώ και θα κάτσεις!»