Ανοίγω τα μάτια μου και παρατηρώ ότι έχουν περάσει μόνο 2 ώρες την ώρα που ξάπλωσα. Η Ζωή δεν είναι εδώ, είχα ξεχάσει ότι ο Μιχάλης βρίσκετε εδώ. Κοιμάται. Πάω κοντά του και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού που κοιμάται. Είναι τόσο όμορφος. Λατρεύω τον τρόπο που οι τούφες των μαλλιών του πετάνε. Το χέρι του είναι τόσο κοντά στο δικό μου, το αγγίζω. Είναι τόσο ζεστός. Τον νιώθω να κουνιέται και αποτραβιέμαι αμέσως. «Έλα εδώ» μουρμουρίζει και με τραβάει κοντά. «Είσαι ξύπνιος;» τον ρωτάω ενώ εκείνος τυλίγει τα χέρια του γύρω μου. «Εδώ και αρκετή ώρα» δεν τον σταματάω, ούτε αποτραβιέται. Αντιθέτως χώνομαι στον λαιμό, μυρίζει τόσο όμορφα. «Να σε ρωτήσω κάτι;» «Τι είναι Ραφούλι;» Σηκώνομαι ελάχιστα για να μπορώ να τον κοιτάζω. «Αφού παίζεις ποδόσφαιρο γιατί καπνίζει;» τον ρωτάω. «Καπνίζω σπάνια, δεν προκαλεί πρόβλημα» μου λέει. Σηκώνομαι να πάρω το κινητό μου. «Η ώρα είναι 6» του λέω. «ακριβώς;» με ρωτάει και σηκώνεται απότομα. «Παρά δέκα» του λέω. Βάζει τα παπούτσια του και σηκώνεται όρθιος. «Έχω προπόνηση πρέπει να φύγω»μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και εξαφανίζετε.
1 μέρα μετά..
Από χθες δεν έχω δει τον Μιχάλη. Όταν έφυγε βρέθηκα με τον Μάριο και περάσαμε όλο το απόγευμα μαζί, μέχρι που τον πήγα στο αεροδρόμιο και έφυγε. Σήμερα κοιμόμουν μέχρι το μεσημέρι και μετά παραγγείλαμε πίτσες με την Ζωή. Τώρα είναι με στον Φίλιππο και θα κοιμηθεί εκεί το βράδυ. Η ώρα είναι 6 και πρέπει να αρχίσω να ετοιμάζομαι. Σήμερα θα βγω με τον Κώστα. Ελπίζω να μην υπάρξει άλλο, γιατί σοβαρά δεν θέλω να κάνω κάτι μαζί του.
Μετά από ένα χαλαρωτικό μπάνιο, στεγνώνω τα μαλλιά μου και τα ισιώνω. Μαζί και τις αφέλιες μου. Βάφομαι ελαφρά βάζοντας μόνο μάσκαρα, λίγο από το κόκκινο κραγιόν μου και τραβάω μια λεπτή γραμμή eyeliner. Φοράω ένα μπλε σκούρο στενό φόρεμα, με μακριά μανίκια και έξω την πλάτη, το είχα αγοράσει για την πρωτοχρονιά πέρυσι και τις πλατφόρμες μου. Μου στέλνει μήνυμα ότι είναι έξω από τις εστίες και εγώ βγαίνω έξω. Είναι στηριγμένος στο καπό του αμαξιού περιμένοντας με. «Είσαι πολύ όμορφη» μου λέει και μου δίνει μια αγκαλιά. «Και εσύ το ίδιο» του λέω. «Παρακαλώ» λέει και μου ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού. Γελάω και κάνει και εκείνος το ίδιο. Μέχρι να δέσω την ζώνη μου εκείνος είχε ήδη μπει στο αμάξι. «Λοιπόν που πάμε;» τον ρωτάω καθώς ξεκινάει το αμάξι. «Σε ένα ωραίο εστιατόριο» μου λέει. «Δεν είναι μακριά από εδώ, μόλις 10 λεπτά με το αμάξι» συνεχίζει. Παρκάρει το αμάξι του στον δρόμο και έρχεται να μου ανοίξει την πόρτα. Συμπεριφέρεται σαν κύριος, αν και είναι μπάρμαν. Μπαίνουμε στο εστιατόριο και μπορώ να πω ότι είναι πολύ ωραίο μέρος. Δεν είναι κάτι εντυπωσιακό αλλά είναι όμορφο και κομψό. «Έλα, κάθισε» μου λέει και τραβάει μια καρέκλα από ένα τραπέζι. Τον ευχαριστώ και καθεται απέναντι μου.
«πέρασα πολύ ωραία σήμερα» μου λέει και σταματάει το αυτοκίνητο του έξω από τις εστίες. Η βραδιά ήταν καλή. Μου μίλησε για την δουλειά του ως μπάρμαν, τις περιπέτειες τους στο κολέγιο, για το πτυχίο του και άλλα. «κι εγώ» λέω και χαμογελάω. έρχεται πιο κοντά μου προσπαθώντας να με φιλήσει, εγώ κάνω πίσω και εκείνος το καταλαβαίνει και αποτραβιέται «Συγνώμη.. δεν ήθελα να.. » μου λέει και εγώ τον σταματάω. «Είναι εντάξει» σχεδόν ψιθυρίζω και χαμογελάω. «Καληνύχτα Ραφαηλια, πραγματικά πέρασα όμορφα σήμερα» μου λέει. «Καληνύχτα, ελπίζω να σε πετύχω στο μπαρ» του λέω και γελάει. «Σίγουρα» Βγαίνω έξω και κατευθύνομαι στο δωμάτιο μου. Μόλις μπαίνω μεσα βγάζω όλα μου τα ρούχα και πέφτω με φόρα στο κρεβάτι.
.
Σήμερα είναι Κυριακή. Έχουν περάσει 4 μέρες και με τον Μιχάλη ανταλλάζουμε ένα "γεια" όταν τον βλέπω στην σχολή. Δεν ξέρω αν κάνει κάποια δουλειά ή προσπαθεί να με αποφύγει.
«Είσαι έτοιμη;» με ρωτάει η Ζωή και εγώ της γνέφω. Αποφασίσαμε να πάμε να φάμε έξω σήμερα. «Πάμε» μου λέει και ανοίγει την πόρτα. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε. «Θα είναι και τα παιδιά» μου λέει. «Θα ναι και ο Μιχάλης;» την ρωτάω. «Δεν ξέρω, μου είπε ότι είναι απασχολημένος τον τελευταίο καιρό» Αν δεν έρθει είμαι σίγουρη πως με αποφεύγει. Αλλά δεν ξέρω τον λόγο. Παρκάρει και μπαίνουμε στο εστιατόριο. Η Ζωή κοιτάζει γύρω-γύρω μήπως δει τα αγόρια αλλά φαίνεται πως ήρθαμε πρώτες. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία. Το κουδουνάκι της πόρτας χτυπάει και εγώ με την Ζωή κοιτάζουμε προς τα εκεί. Τα αγόρια. Και ο Μιχάλης. Η Ζωή του κάνει νεύμα με το χέρι της και έρχονται προς το μέρος μας. «Γεια σας κορίτσια» λέει ο Σταμάτης και τον χαιρετάμε, και τους υπόλοιπους. Ο Φίλιππος κάθεται δίπλα στην Ζωή, ο Μιχάλης δίπλα μου και ο Σταμάτης δίπλα στον Φίλιππο. Λέμε διάφορα καθώς τρώμε μέχρι που η Ζωή, ο Φίλιππος και ο Σταμάτης συζητάνε κάτι δικό τους και βρίσκω ευκαιρία να ρωτήσω τον Μιχάλη που ήταν τόσες μέρες. «Που έχεις χαθεί;» τον ρωτάω. «Σου έλειψα Ραφούλι;» λέει με σαρκαστικό ύφος. «Βλάκα» του λέω και του πετάω μια πατάτα. Εκείνος γελάει, είχα ξεχάσει πόσο όμορφος είναι. «Κάνω προπονήσεις» μου λέει. «Πιο πριν δεν έκανες;» τον ρωτάω υψώνοντας το φρύδι μου. «Έχω αγώνα την άλλη εβδομάδα, κάνω προπονήσεις κάθε μέρα, όλη μέρα» μου λέει. «Wow, και σήμερα πως ξέφυγες;» «Σήμερα είχα λιγότερες ώρες προπόνηση και ήρθα να σε δω» μου λέει και χαμογελάει κάνοντας και εγώ το ίδιο. ήρθε εδώ για να δει εμένα. Δεν με νοιάζει πως θα φαίνομαι έχοντας ένα τεράστιο ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπο μου αλλά δεν μπορώ να κρύψω τον ενθουσιασμό μου.
Περιέργως σήμερα δεν τσακώθηκα με τον Μιχάλη, ούτε κάναμε σκηνή. Αντιθέτως πέρασα πολύ ωραία και κανονίσαμε να βγαίνουμε για φαγητό κάθε Κυριακή.
Μόλις πήγαμε στις εστίες η Ζωή έπεσε να κοιμηθεί και εγώ κάθισα να κάνω τις εργασίες μου για την σχολή.
.
.
.
.
Δεν είναι κάτι σπουδαίο αλλά είχα καιρό να βάλω. Ψιφήστε και σχολιαστέ♥