κεφάλαιο δεκαέξι

303 28 0
                                    

Θανατικό έπεσε εκείνη την εποχή. Με τις κλούβες φέρναν τους νεκρούς. Στις απώλειες της ελπίδας ήταν ένας και μόνο ένας, ο Στέλιος. Και μετά τον θάνατό του όλα πήραν την κάτω βόλτα για την ελπίδα...

Το κοριτσάκι της δόξα το θεό ήταν υγιέστατο και μεγάλωνε όμορφα. Όμως ο... πατέρας της ήταν πραγματικό τέρας. Έχοντας καταλάβει πλέον ο Βύρωνας ότι το πάθος τους δεν επαρκούσε για να καλύψει το κενό του άνδρα της ελπίδας, είχε βαλθεί να της καταστρέψει την ζωή. Την χτύπαγε, την έβριζε, την παρατουσε μόνη σπίτι- ή, μάλλον, αυτό ήταν το μόνο καλό που της έκανε. Φυσικά και την είχε αποκαταστήσει, όμως το κοριτσάκι που γεννήθηκε δεν είχε τίποτα που να του μοιάζει, και αυτό τον προβληματιζε. Μέχρι όμως την μέρα που ξεψυχισε η γυναίκα του, αυτός της έκανε την ζωή κόλαση, σε αντίθεση με την μικρή Στέλλα, που ζούσε μια κανονική ζωή. Αν φυσικά παραβλέψει κάποιος τα Ελλάδα- Ρωσία ταξίδια, που την βασανιζαν κάθε δεύτερη Πέμπτη για να πηγαίνει και στο γραφείο του μπαμπά της. Την είχε σαν τον γιο που ποτέ δεν έκανε ο Βύρωνας την Στέλλα. Της έμαθε την δουλειά και στα δεκατέσσερα της ήταν ήδη έτοιμη πλοιοκτητρια και έμπορος. Σε ένα τέτοιο ταξίδι γνώρισε τον Μηνά...

Ο γιος του Τευτεκλη, ο Μηνάς, γύρισε ακέραιος από τον πόλεμο.
Όταν έφτασε σπίτι του και μπήκε μέσα, το βρήκε άδειο, ερειπωμένο και χωρίς κανένα ίχνος της οικογένειάς του. Μόνο ένα σημείωμα από την μάνα του πάνω στο κομοδίνο του.
"Γιε μου, το ξέρω πως είσαι τώρα σπίτι και αναρωτιέσαι γιατί είναι άδειο. Σου έχω ένα καλό και ένα κακό νέο. Ίσως δύο κακά. Το καλό νέο είναι ότι το σπίτι πια είναι δικό σου. Το κακό νέο είναι ότι ο πατέρας σου πέθανε στον πόλεμο και εγώ... Εγώ αναγκάστηκα να φύγω λόγω άλλων συνθηκών. Προσπάθησε να καταλάβεις. Αν συνέχιζα να ζω εδώ... θα υπήρχε κοινωνική κατακραυγή... τον αγαπάω μέχρι το τέλος τον πατέρα σου, αυτό θέλω να θυμάσαι. Είναι ο μόνος. Και εσένα αγαπάω πιο πολύ. Είσαι πια μεγάλος, καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα δεν είναι πολύ εύκολα. Βρες μια καλή κοπέλα, παντρεψου και εγώ θα προσπαθήσω να έρθω να σε δω κάποτε. Καλή τύχη γιε μου. Σε φιλώ, η μανούλα σου."
Ο Μηνάς κατάλαβε. Τα πράγματα ήταν όντως δύσκολα... τα επόμενα χρόνια πήρε το καΐκι του πατέρα του, που είχε πλέον ρημάξει, και το ξαναφτιαξε. Δούλεψε σαν έμπορος αρκετό καιρό στην θάλασσα... Μέχρι που κουράστηκε. Μέχρι τότε όμως είχε φτιάξει μια αξία λόγου επιχείρηση και είχε πια πατήσει τα είκοσι ένα. Αρκετά συχνά ερχόταν αντιμέτωπος με την εταιρεία Πάσχου, που είχε έδρα τη Ρωσία. Για αυτόν δεν ήταν παρά ένας αντίπαλος. Για την ελπίδα όμως, που ήξερε τι γινόταν, ήταν μια κατάσταση απελπισίας. Η μικρή Στέλλα είχε γίνει πλέον εφτά, και πηγαινοερχονταν μόνιμα Ελλάδα Ρωσία με το πατέρα της. Και όταν γύρναγε ο Βύρωνας σπίτι και βλασφημουσε τον θεό που είχε μπλεχτεί στα πόδια του μια μικρή, άλλη εταιρία, ονόματι "Αφοι Τευτε", η ελπίδα δάγκωνε την γλώσσα της για να μην τον βρίσει. Γιατί "Τευτε" έλεγαν την βάρκα του Στέλιου...

Επί χρόνια, η ελπίδα επνιγε τον καημό της στο μαξιλάρι της, κάθε φορά που ο με το ζόρι άνδρας της πρόσβαλε με κάθε μέσο τον γιο της ή τον νεκρό άνδρα της. Ώσπου, σε ένα ταξίδι του στην Ρωσία, δεν ξαναγύρισε. Ποτέ δεν έμαθαν αν πέθανε ή έμπλεξε με κάποια άλλη, δεν είχε σημασία... Η κόρη του είχε πλέον αναλάβει την επιχείρηση στα 17 της, και με μεγάλη επιτυχία μάλιστα. Η ελπίδα όμως έπρεπε ακόμα να βρει ένα επάγγελμα, κάτι να κάνει για να ζήσει μόνη της. Αρχικά, έπιασε την τέχνη της, το ράψιμο. Εραβε κουστούμια για έναν θίασο. Όταν όμως μια μέρα ένας ηθοποιός αρρώστησε, αναγκάστηκε να τον αντικαταστησει. Και, στο εξής, μπήκε στο τρυπακι του χώρου...

Η Στέλλα δε γνώριζε για την μάνα της. Ποτέ δεν έμαθε. Εκείνη είχε τα πλοία της...

Στα δεκαεπτά της, σε ένα από τα ταξίδια της, γνώρισε τον Μηνά. Πολύ όμορφος, στα 31 του, και ελεύθερος. Άρχισαν να βγαίνουν τακτικά. Όλοι πλέον ήξεραν ότι η Στέλλα Πάσχου, η πλοιοκτητρια, ήταν σε σχέση με τον Μηνά Τευτεκλη. Μάλιστα, επί κάποιο χρονικό διάστημα, συζουσαν. Αυτό για εκείνη την εποχή ήταν ανήκουστο... μια μέρα η Στέλλα αποφάσισε να τον γνωρίσει στην μητέρα της. Εκείνη την αποφραδα μέρα, είχαν φτάσει Πειραιά από νωρίς. Όταν χτύπησε το κουδούνι και μπήκε μέσα η Στέλλα η μητέρα της πέταγε από την χαρά της.

-Σου έφερα να σου γνωρίσω κάποιον, μαμά. Με τον Μηνά συζουμε εδώ και περίπου τρεις μήνες και θα παντρευτουμε σε λίγο καιρό... αλλά ήθελα να τον γνωρίσεις.

Η ελπίδα συμφώνησε. Αν και το "Μηνάς" την προβλημάτισε... Όταν όμως τον είδε, έπαθε εγκεφαλικό. Νόμιζε ότι της έπαιζε παιχνίδια το μυαλό της. Αυτός που έβλεπε... ήταν ο γιος της!!

Μα έλα που σε ξέρω... Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora