Κεφάλαιο 10

19 5 0
                                    

Ημέρα 3 - Μεσημέρι

Ορφέας

Η ώρα είναι 11.30 και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε απ' το νοσοκομείο. Ούτε τρεις ολόκληρες ημέρες δεν παρέμεινε εκεί η Εριέττα, μα εμένα μου φάνηκαν βδομάδες. Ίσως φταίει που συνέβησαν όλ' αυτά σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Βρήκαμε ένα κορίτσι αναίσθητο από υπερβολική δόση κοκαΐνης, την πήραμε στο νοσοκομείο, μάθαμε πως αν δεν την πηγαίναμε άμεσα θα πέθαινε, κάτι που μάλλον η ίδια επιθυμούσε, έμαθα πως την βίασε το τέρας στο οποίο εργαζόταν και από εδώ και πέρα θα μένει μαζί μας, δημιουργώντας σε όλους μια νέα καθημερινότητα. Ούτε σε βιβλίο να ζούσαμε.

Αφού τελείωσαν οι εξετάσεις και ο γιατρός μας ενημέρωσε πως η Εριέττα μπορεί να πάρει εξιτήριο, της έδωσα τα ρούχα που της αγόρασα σήμερα, νωρίς το πρωί. Αφού ντύθηκε, την σήκωσα προσεκτικά απ' το κρεβάτι κρατώντας σφιχτά τον καρπό της, μήπως ζαλιστεί και πέσει. Η γιαγιά μου, αφού πήρε τα ρούχα με τα οποία την φέραμε την Παρασκευή στο νοσοκομείο αλλά και το κινητό της, άρχισε να μας ακολουθεί προς το μέρος που ήτανε παρκαρισμένο το αυτοκίνητο.

Κάποια στιγμή, καθώς φτάσαμε πολύ κοντά στον χώρο στάθμευσης του νοσοκομείου, γύρισα το κεφάλι μου προς τα πίσω για να δω αν είναι εντάξει η γιαγιά μου, και την παρατήρησα να μας κοιτάει με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο. Αχ, δεν μας τα λες καλά κυρία Κάτια, σκέφτομαι από μέσα μου, καταλαβαίνοντας ήδη τι σκέφτεται.

Απ' την στιγμή που φτάσαμε στο αυτοκίνητο, η γιαγιά μου επιμένει πως η Εριέττα πρέπει να καθίσει στο μπροστινό κάθισμα και η Εριέττα επιμένει στο αντίθετο. Εγώ απλώς κάθομαι και περιμένω να αποφασίσουν.

Γιατί όμως η γιαγιά μου επιμένει τόσο; Θέλω να πω, η Εριέττα λογικά επιμένει από ευγένεια προς την γιαγιά μου, μα η γιαγιά μου γιατί; Μη μου πεις πως...

"Ορφέα, εσύ ποια πιστεύεις πως πρέπει να καθίσει μπροστά;", διακόπτονται αμέσως οι σκέψεις μου από την ξαφνική ερώτηση της γιαγιάς μου και γυρίζω το βλέμμα μου προς το μέρος της. Σκέφτομαι για μερικά δευτερόλεπτα.

Εγώ τώρα τι να πω; Λέτε να πω αυτό που προτιμώ να γίνει; Εσάς στο κοινό ρωτάω καλέ. Απαντήστε γρήγορα, είμαι σε δίλημμα.

Αφού δεν μου απαντάτε θα πω εκείνο που θέλω και ελπίζω να μην γίνω ρεζίλι. Θα το θυμάμαι πάντως πως δεν με βοηθήσατε όταν το χρειαζόμουν.

"Εμμ... νομίζω πως η Εριέττα πρέπει να καθίσει κάπου, (παύση) εε θέλω να πω... (ξανά παύση) πρέπει να καθίσει μέσα στο αυτοκίνητο κάπου κοντά, (χιλιοστή παύση) εμμ κοντά στην θέρμανση. Ναι αυτό είναι. Πρέπει να καθίσει κοντά στην θέρμανση, μήπως και κρυώσει, άρα πρέπει να καθίσει μπροστά." Χειροκρότημα παρακαλώ προς τον εαυτό μου που για άλλη μια φορά κατάφερα να γίνω ρεζίλι μπροστά της.

(Χειροκροτήματα και επιφωνήματα ακούγονται από το κοινό, καθώς ο Ορφέας υποκλίνεται)

"Μα ακόμη ζέστη έχει", μου απαντάει, ενώ με κοιτάει με απορία.

"Πως κορίτσι μου, άρχισε να μπαίνει το κρύο. Και να ξέρεις, αυτή είναι η πιο εύκολη εποχή για να αρρωστήσεις. Δίκαιο έχει ο Ορφέας. Κάθισε μπροστά να βρίσκεσαι ΚΟΝΤΑ... στην θέρμανση", της απαντάει η γιαγιά μου, προτού προλάβω να μιλήσω, βγάζοντάς με από την δύσκολη θέση, για να με ξαναβάλει σε αυτή την άβολη κατάσταση μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα. Αναρωτιέστε τι λέω ε; Ε λοιπόν θα σας πω. Αφού τελειώνει με αυτά που ήθελε να πει, γυρίζει για ακόμη μια φορά και με κοιτάζει πονηρά. Ναι, πάλι. Νομίζω θα πρέπει να αρχίσω να μετράω τις φορές που με κοιτάει με αυτό το βλέμμα.

"Εντάξει, θα καθίσω μπροστά.", απαντάει λίγο πιο χαμηλόφωνα η Εριέττα, και στρέφει το βλέμμα της προς το μέρος μου, με μάγουλα αναψοκοκκινισμένα.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο με προορισμό το σπίτι της γιαγιάς μου. Καθώς προσπαθούσα να βάλω μουσική απ' το ραδιόφωνο, προκειμένου να σπάσει η άβολη ησυχία που επικρατούσε, η γιαγιά μου αποφάσισε να με φέρει για ακόμη μια φορά σε άβολη θέση.

"Εριέττα μου ξέχασα να σου πω προηγουμένως. Ο Ορφέας μου πρότεινε να σου ετοιμάσουμε το δωμάτιο που βρίσκεται δίπλα απ' το δικό του γιατί είναι μεγαλύτερο και το διακόσμησε ο ίδιος, χτες που επιστρέψαμε στο σπίτι."

Όχι γιαγιά μου, δεν το επέλεξα γιατί είναι μεγαλύτερο αλλά γιατί είναι δίπλα στο δικό μου. Και μην με ρωτήσετε γιατί ήθελα να είναι δίπλα στο δικό μου. Ούτε εγώ ο ίδιος δεν ξέρω το γιατί.

Η Εριέττα γυρίζει το βλέμμα της προς το μέρος μου και μου λέει σιγανά ευχαριστώ, με ένα απαλό χαμόγελο να στολίζει το όμορφο πρόσωπό της. Ανταποδίδω στο χαμόγελό της, χωρίς να απομακρύνω για πάνω από δύο δευτερολεπτα τα μάτια μου απ' τον δρόμο. Δέκα λεπτά αργότερα φτάσαμε στην πολυκατοικία.

                                                                                                  

Κ.

New LifeWhere stories live. Discover now