Κεφάλαιο 2

44 6 4
                                    

Ημέρα 0: Πριν το τέλος

Οι πρώτες πρωινές ακτίνες του ηλίου άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους, μα καμία δεν διαπερνούσε το κλειστό παράθυρο του υπνοδωματίου της Εριέττας. Για άλλη μια μέρα οι κουρτίνες που στόλιζαν τα 2 μεγάλα παράθυρα του υπνοδωματίου της παρέμεναν ερμητικά κλειστές, αφήνοντας το σκοτάδι να κυριαρχήσει. Μα το σκοτάδι στο δωμάτιο δεν ήτανε τίποτα μπροστά στο σκοτάδι που κυριαρχούσε στην ψυχή της Εριέττας.

Πονούσε. Όχι απλώς σήμερα. Όχι από χτες.
Πονούσε καθημερινώς τα τελευταία 18 χρόνια.

Ο πόνος ήτανε κυρίως ψυχικός, μα κατέληγε να γίνεται και σωματικός, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό. Το λιγοστό φαγητό που έτρωγε καθημερινά και ο σχεδόν ανύπαρκτος ύπνος που έκανε άρχιζαν να επιδρούν σημαντικά στην σωματική της υγεία. Μα πλέον δεν την ένοιαζε. Άλλωστε γιατί να την νοιάζει; Όλος ο κόσμος της καταστράφηκε και δεν μπορεί να χτιστεί ξανά. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε.

Η Εριέττα, αφότου κατάφερε να κοιμηθεί για δύο περίπου ώρες, ξύπνησε στις 7 το πρωί. Παρέμεινε κουλουριασμένη στα γαλάζια της σεντόνια χωρίς να κάνει το οτιδήποτε, απλώς σκεφτόταν. Γύρω στις 10 το πρωί αποφάσισε να σηκωθεί. Αφότου πήγε τουαλέτα, κατευθύνθηκε στην κουζίνα για να ετοιμάσει μια φρυγανιά με βούτυρο και μαρμελάδα. Δεν ήθελε να φάει τίποτα και φυσικά ούτε λόγος για να πιει τον αγαπημένο της καφέ με άρωμα καραμέλα. Η μια φρυγανιά της αρκούσε για να σταματήσει αυτή την έντονη δυσφορία που ένιωθε στο στομάχι. Τελευταία φορά που έφαγε ήτανε το πρωί της προηγούμενης ημέρας, και πάλι την κλασική φρυγανιά με βούτυρο και μέλι.

Η υπόλοιπη της ημέρα πέρασε χωρίς η ίδια να κάνει κάτι ιδιαίτερο. Η τηλεόραση συντονισμένη σε ένα κανάλι μόνιμα, χωρίς να έχει την προσοχή της νεαρής κοπέλας. Η Εριέττα, καθισμένη στον μεγάλο διθέσιο καναπέ σε αποχρώσεις του καφέ χρώματος, κοιτούσε την τηλεόραση χωρίς να δίνει καμία σημασία. Σκεφτόταν. Μα το μυαλό της δεν την παρέσυρε σε χιλιάδες σκέψεις, μα μονάχα σε μια συγκεκριμένη.

Εδώ και μέρες σκεφτόταν το ίδιο πράγμα, πως μάλλον ήρθε η ώρα να βάλει ένα τέλος σε όλα. Η ιδέα της είχε περάσει ξανά απ' το μυαλό, μα δεν το τολμούσε. Ίσως γιατί ακόμη πίστευε πως τα πράγματα θα έφτιαχναν. Πλέον όμως όσες ελπίδες είχε για μια νέα, πιο χαρούμενη ζωή κάηκαν ολοσχερώς. Στις 9:25 το βράδυ σηκώθηκε  απ' τον καναπέ. Κατευθύνθηκε στο μεγάλο καφέ έπιπλο του σαλονιού και αφότου άνοιξε το πρώτο συρτάρι πήρε ένα μικρό σακουλάκι. Το είχε στην κατοχή της εδώ και μερικές ημέρες. Πρώτη φορά πήρε στα χέρια της κάτι τέτοιο και πρώτη φορά θα το δοκίμαζε σήμερα. Η πρώτη αυτή φορά θα ήτανε και η τελευταία.

New LifeМесто, где живут истории. Откройте их для себя