Κεφάλαιο Δέκα

344 45 14
                                    

Το κομμένο κεφάλι κειτόταν μπροστά στην είσοδο σαν χαλί και τα αίματα είχαν πιτσιλίσει τον τόπο. Ο Κάρτερ με τράβηξε αστραπιαία πίσω, γυρνώντας με ώστε να τον κοιτάω και πιέζοντας το κεφάλι μου στο στήθος του, προτού προλάβω να κρατήσω καμία άλλη λεπτομέρεια. 
"Κάρτερ, πάρε τη Ρέιβεν από δω!" φώναξε ο πατέρας μου επιτακτικά. 
Ένιωσα ένα τράβηγμα κάπου στη μέση μου.
Ο Κάρτερ με τα χίλια ζόρια με ανέβασε πάνω, αλλά όχι αρκετά νωρίς για να μην ακούσω τον Τζον να φωνάζει ένα όνομα. Τομ. Δοκίμασα να γυρίσω πίσω, να τον σκουντήξω ώστε να με αφήσει, αλλά ό, τι και να έκανα δεν έδειχνε να πιάνει. Ο Κάρτερ ήταν σαν βράχος γύρω μου και με ανέβαζε προσεκτικά και κτητικά στον επάνω όροφο, σκαλί σκαλί, αγνοώντας πλήρως τις φωνές και τα παρακάλια μου. Είχε πάρει την απόφασή του. 
"Κάρτερ! Κάρτερ!" γκρίνιαξα έντονα και άρχισα να κοπανιέμαι, μήπως και φιλοτιμηθεί και πάψει να με σκέφτεται πλέον σαν πεντάχρονο. 
"Μπες μέσα, Ρέιβεν" είπε ήρεμα, σπρώχνοντάς με από τη μέση στο δωμάτιό μου, αγνοώντας και πάλι τις αδέσποτες που πιθανότατα είχε φάει. 
"Μα, Κάρτερ! Δεν το είδες; Κεφάλι! Ήταν κανονικό-"
"Ρέιβεν, σταμάτα" με έκοψε απότομα, βάζοντας το χέρι του στο στόμα μου. "Σταμάτα. Θέλω να μείνεις εδώ και να μην κατέβεις κάτω αν δεν έρθω να σε πάρω εγώ".
"Αποκλείεται" ξέσπασα. "Δεν σε αφήνω να πας εκεί πέρα!" Τα χέρια μου κινήθηκαν στο στήθος του, αλλά εκείνος τα εγκλώβισε στα δικά του.
"Ρέιβεν, εσύ δεν κατεβαίνεις κάτω μέχρι να σου πω και δεν δέχομαι κουβέντα, ακόμα και αν χρειαστεί να σε κλειδώσω εδώ μέσα!" φώναξε εκείνος. Η φωνή του σχεδόν έτρεμε, από οργή, από ταραχή ή φόβο, δεν ξέρω. Πήγε γραμμή στο παράθυρό μας και το ασφάλισε. Οι κινήσεις του, ήταν πολύ ανθρώπινες, αν σκεφτεί κανείς τί είχαμε μόλις βρει στην είσοδο. Ασφάλιζε το παράθυρο; Με ποιόν νόμιζε πως είχαμε να κάνουμε; Με τον επίδοξο ληστή που έπιασε η ανθρώπινη αστυνομία πριν δύο μέρες;
Ή μήπως δεν ήξερε ότι μπορούσα ανά πάσα ώρα να το σπάσω και να πέσω στο ισόγειο, χωρίς να κάνω ούτε μια γρατζουνιά στο κορμί μου; 
Προφανώς και τα ήξερε όλα αυτά και προφανώς δεν τον ένοιαζαν. Τυπικός Κάρτερ. Άμα βάλει κάτι στο κεφάλι του αυτό το παιδί... 
Έκανε να βγει από την πόρτα, αλλά έπειτα σταμάτησε και με πλησίασε, βάζοντας τα χέρια του στο πρόσωπό μου. "Ρέιβεν, να πάρει η ευχή, δεν θέλω να σου φωνάζω, αλλά σοβαρά, αν βγεις πριν έρθω εγώ, δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σε βοηθήσω. Κάτσε εδώ, σε παρακαλώ και θα ανέβω εγώ σε λίγο, εντάξει;"
Ο Κάρτερ με κοίταξε τρυφερά και ανταπέδωσα σε μια στιγμή αδυναμίας. Η αλήθεια είναι πως όταν με κοιτάζει με αυτά τα γαλάζια μάτια, αυτούς του απαιτητικούς ωκεανούς, ζητώντας μου να συμφωνήσω σιωπηλά με κάτι, κατά πάσα πιθανότητα θα το κάνω. Δε έχει σημασία τί θα μου ζητήσει, αρκεί να το κάνει με αυτόν τον τρόπο. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να μου πει "περίμενε μέχρι να έρθω και μετά χώσε το παλούκι στην καρδιά σου, εντάξει;" Κι εγώ θα είχα συμφωνήσει. Αυτό το βλέμμα... Απλώς δεν μπορώ να φέρω αντίρρηση. Άφησε ένα φιλί στο μέτωπό μου και έπειτα βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Έμεινα για μερικά λεπτά να χαζεύω την πόρτα λες και αν την κοιτούσα, θα μπορούσα να περάσω από μέσα της χωρίς να χρειαστεί να την ανοίξω. 
Έπειτα παραιτήθηκα. 



Είχα νεύρα.
Πολλά νεύρα. 
Και όπως ξέρετε, όταν έχω νεύρα, κάνω πράγματα που δεν θα έκανα διαφορετικά. 
Ακόμα και ο Κάρτερ, σε έναν καυγά που είχαμε λίγο καιρό μετά τη μάχη και οδήγησε σε μουτρωμένες εκφράσεις και από τις δύο μεριές για τριάντα ολόκληρα λεπτά, μου είχε πει πως νευριασμένη, είμαι άλλος άνθρωπος. Ή βρικόλακας, τέλος πάντων. 
Είχα στείλει γύρω στα διακόσια μηνύματα στο κεφάλι του Κάρτερ που αρνιόταν πεισματικά να μου απαντήσει και έτσι αποφάσισα πως έπρεπε να κόβω βόλτες πάνω - κάτω στο δωμάτιο για να μην αρχίσω να σπάω έπιπλα, συντάσσοντας ταυτόχρονα το μήνυμα υπ' αριθμόν 201. Ένα πολύ θυμωμένο, απαιτητικό και φωνακλάδικο μήνυμα. Δεν έπιασε. Το πιο εκνευριστικό, είναι ότι δεν προσπάθησε καν να φρακάρει τα μηνύματά μου. Απλώς τα αγνοούσε και συνέχιζε τη δουλειά του. Ό, τι δουλειά έκανε, τέλος πάντων.  
Μισή ώρα μετά και αφού άφησε όλα μου τα μηνύματα αναπάντητα και τα νεύρα μου κουρέλια,  ο Κάρτερ ανέβηκε στο δωμάτιό μου και έριξε την πλάτη του στην πόρτα, ανασαίνοντας βαριά, σαν να είχε μόλις τελειώσει μια πολύ βαριά και κοπιαστική δουλειά. Ιδρώτας έτρεχε στο μέτωπό του;
"Είσαι απαράδεκτος" έκανα ήρεμα κοιτώντας τον κατάματα. Μετά από τέτοιον πόλεμο νεύρων που μου είχε μόλις κάνει, είχα περάσει στην φάση της απάθειας. Δεν φώναζα, δεν έβριζα και γενικά ήμουν πολύ ήρεμη. Και πολύ πιο τρομαχτική από το συνηθισμένο. Έτοιμη για όλα, όπως μου είχε πει μια φορά ο καλός μου.  
"Ρέιβεν, όχι τώρα". 
"Εντάξει. Εξάλλου, κι αύριο απαράδεκτος θα είσαι". 
Τα χέρια του με έπιασαν από το μπράτσο πριν προλάβω να βγω από το δωμάτιο όπως σκόπευα. Στο μυαλό μου θα ήταν αυτή η τρομερή κινηματογραφική σκηνή, όπου η πρωταγωνίστρια βγαίνει εξοργισμένη αλλά φαινομενικά ατάραχη από το δωμάτιο και κοπανάει την πόρτα πίσω της και η κάμερα εστιάζει στο πρόσωπο του όμορφου πρωταγωνιστή και έτσι κλείνει η σκηνή. 
Στην πραγματικότητα βέβαια, ο Κάρτερ με έπιασε και με κράτησε στη θέση μου. Ούτε να δραματοποιήσω την κατάσταση δεν μπορώ με τον βρικόλακα που μου έτυχε. 
Προσπάθεια να ξεφύγεις από σοκαρισμένο βρικόλακα: Απέτυχε
"Ρέιβεν" είπε χαμηλόφωνα, επιτακτικά και ... ξεσηκωτικά. Μου θύμισε τις νύχτες που πρόφερε το όνομά μου με τον ίδιο τρόπο. "Ο λόγος που δεν σε άφησα να κατέβεις κάτω..."
"Σταμάτα" είπα και έσπρωξα μακριά τα χέρια του. Λίγο ακόμα να με άγγιζε και θα έχανα τον έλεγχο. Με ήξερα καλά. Κι εκείνος, εδώ που τα λέμε, εξάλλου έκοβα το κεφάλι μου ότι εκεί αποσκοπούσε. Ακόμα λίγο και θα το κάρφωνα το παλούκι στην καρδιά.  Έδειξε να υποχωρεί, αλλά αμέσως μετά έχωσε το πρόσωπό μου στα χέρια του και η ματιά του βυθίστηκε στη δικιά μου. 
"Εσύ σταμάτα. Δεν ήθελα να δεις αυτά που είδαμε εμείς κάτω, εντάξει; Στην πραγματικότητα και την μητέρα σου και την Έμπονι και τη Σκάι στείλαμε στους επάνω ορόφους". 
"Δεν με έχετε ικανή να-"
Ο Κάρτερ με αγκάλιασε τρυφερά και χάιδεψε τα μαλλιά μου, πνίγοντας την φωνή μου στο στήθος του. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Μύριζε μέντα και δάσος. 
"Χαζή" είπε χαμηλόφωνα. "Χαζό, χαζό πλάσμα. Πώς επικοινωνούμε, μου λες; Αφού εγώ είμαι έξυπνος". 
Τον χτύπησα πειρακτικά στο στήθος αποκαλώντας τον ηλίθιο και απομακρύνθηκα, αλλά με τράβηξε ξανά κοντά του, αγνοώντας πλήρως το άκομψο σχόλιό μου. 
"Έλα, πλάκα κάνω. Απλώς... ρε συ, Ρέιβεν, δεν θέλω να βρίσκεσαι μπροστά σε τέτοια θεάματα, όπου μπορείς να το αποφύγεις... αρκετά θα χρειαστεί ίσως να δούμε στο μέλλον, δεν θέλω να τα ζεις από τώρα". 
"Σε περίπτωση που το ξέχασες" είπα, "είμαι βρικόλακας. Δαγκώνω κόσμο". 
"Δεν τους κόβεις τα κεφάλια, όμως" πρόσθεσε. "Και μην είσαι πονηρή, δεν πρόκειται να σου δώσω λεπτομέρειες για το τί έγινε εκεί κάτω. Αυτά που σε ενδιαφέρουν να μάθεις, είναι πως ο άτυχος τύπος ονομαζόταν Τομ, ήταν αδερφικός φίλος του Τζον και επίσης Λυκάνθρωπος. Εκείνος που έψαχναν". 
"Οπότε... όποιος πήρε τη Βασίλισσα... όποιος τραυμάτισε εσένα..."
"... μας έχει βάλει όλους στο μάτι, ναι". Ευτυχώς μπήκαμε γρήγορα στο νόημα. Όσο γρήγορα μπορεί να είναι ένα ακέφαλο πτώμα σαν χαλάκι εισόδου, βέβαια". 
"Μα αυτοί που σε χτύπησαν, ήταν άνθρωποι" ανταπάντησα, συλλαμβάνοντας μια επικίνδυνα ρεαλιστική ιδέα στο μυαλό μου, αγνοώντας την προσπάθειά του για χιούμορ. . 
Ο Κάρτερ έγνεψε. "Το σκέφτηκα". 
"Και αυτοί που τριγυρίζουν το Σάντοουφορτ Μουρ, είναι επίσης άνθρωποι. Τουλάχιστον έτσι μοιάζουν". 
Ο Κάρτερ έγνεψε απλά, χωρίς να πει τίποτα. Αυτά τα μάτια όμως, τα έλεγαν όλα. 
"Δηλαδή έχουμε όντως να κάνουμε με κανονικούς ανθρώπους;" ρώτησα σοκαρισμένη. "Αυτοί ξεκληρίζουν τον κόσμο μας, είναι θνητοί;"
Η σιωπή του Κάρτερ, κάθε άλλο παρά καθησυχαστική ήταν. 





Fangs (Midnight Series: Book Two)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora