Κεφάλαιο Δεκαοχτώ

318 43 25
                                    

Ήταν σαν να μην είχε περάσει μία μέρα από τη στιγμή που ξανατρέχαμε πάνω - κάτω στο Σάντοουφορτ Μουρ προετοιμαζόμενοι για μια επίθεση. Μόνο που αυτή τη φορά, δεν μιλούσαμε για μια μάχη ενάντια στις Νεράιδες και τους Λυκανθρώπους, ειδικά που με τους δεύτερους είχαμε συμμαχία, αλλά για μια μάχη, για έναν μεγάλο πόλεμο ενάντια στους ανθρώπους. 
Ο πατέρας μου και ο Βλάντιμιρ μάζευαν προμήθειες - μπουκαλάκια με αίμα για όλους μας -, η Έμπονι με την μητέρα μου και τη Σκάι έριχναν ξόρκια προστασίας γύρω από το κάστρο, ο Ντέβερελ και ο Τζον μάζευαν τα όπλα από κάθε προθήκη στο πέτρινο κτίσμα, από κάθε πανοπλία που υπήρχε μέσα, ενώ ο Κρις με τον Έρικ έλεγχαν την περιοχή γύρω από το κάστρο. 
Μόνο εγώ καθόμουν στη μέση της τραπεζαρίας και κοιτούσα σαν χαμένη γύρω μου. Ο Κάρτερ χρειάστηκε να με σπρώξει σχεδόν για να πάρω μπρος. 
Είχα ένα κακό προαίσθημα που με έπνιγε. 
"Ρέιβεν. Ρέιβεν!"
"Κάρτερ, δεν μπορώ ξανά τα ίδια" είπα και τον κοίταξα. 
Το χαμόγελό του ήταν καθησυχαστικό, απαλό και έμοιαζε με χάδι. Ψυχή μου, έστειλε στο μυαλό μου. 
"Κάρτερ, δεν θα είναι τίποτα πια το ίδιο" είπα ταραγμένη. "Έχω ένα κακό προαίσθημα. Σε παρακαλώ, μην μας ακολουθήσεις". 
"Είσαι τρελή;" μου είπε. "Δεν υπάρχει περίπτωση να μείνω εδώ, ειδικά αν εσύ έχεις σκοπό να πας. Να είσαι σίγουρη πως δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνη". 
"Κάρτερ, έχω ένα κακό προαίσθημα και δεν θα το ρισκάρω να-"
"Ρισκάρω εγώ, Ρέιβεν" με έκοψε. "Δεν βγαίνεις στη μάχη μόνη σου. Ξέχνα το". 
"Θα έχω τον Ντεβ και τον Κρις". 
"Ρέιβεν θα έρθω μαζί σου και δεν δέχομαι κουβέντα". 
"Ξεροκέφαλε!" του φώναξα σπρώχνοντάς τον και ανέβηκα ταραγμένη πάνω στο δωμάτιό μου. Εκείνος με ακολούθησε, άκουγα τις μπότες του να χτυπούν στο πέτρινο πάτωμα. Χώθηκα στο δωμάτιο και έκλεισα την πόρτα πίσω μου πριν προλάβει να με πιάσει. Κλείδωσα, γνωρίζοντας πως θα ήταν μάταιο, γιατί ο Κάρτερ δεν τα παρατούσε εύκολα. Ένα λεπτό μετά, τον είδα να έρχεται από την οροφή και να μπαίνει στο δωμάτιο από το παράθυρο, σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. 
"Θα μου εξηγήσεις τί διάολο σε έπιασε;" έκανε θυμωμένος. 
"Δεν θέλω να έρθεις μαζί μου, Κάρτερ!" φώναξα. "Είναι επικίνδυνα εκεί έξω και τα πράγματα θα γίνουν ακόμα χειρότερα!"
"Δεν περιμένεις ασφαλώς ότι θα παλέψει όλη μου η οικογένεια, εσύ πάνω από όλους και εγώ θα κάτσω εδώ να βλέπω ταινίες τρώγοντας ποπ κορν μέχρι να τελειώσετε, έτσι δεν είναι;"
Έκρυψα το πρόσωπό μου στα χέρια μου και κάθισα στο κρεβάτι, θέλοντας όσο τίποτα άλλο να μπλοκάρω την εικόνα του από το μυαλό μου. 
Αχ, από την στιγμή που είχε μπει στη ζωή μου, όλο κάτι συνέβαινε! 
Αυτό είναι άδικο, μάλωσα τον εαυτό μου. Από τότε που μπήκε στη ζωή σου είσαι αλήθεια ευτυχισμένη, Ρέιβεν. Και μην κοιτάς να μειώσεις αυτή τη συνεισφορά επειδή σε έχει εκνευρίσει. 
"Με αγαπάς, Κάρτερ;"
Εκείνος έριξε το βλέμμα στο παράθυρο και χαμογέλασε. "Δεν πιστεύω πως με ρωτάς πραγματικά κάτι τέτοιο, Ρέιβεν" είπε. 
"Δεν μου απαντάς με αυτό" επέμεινα. 
Με μια επιδέξια κίνηση που θύμιζε χολυγουντιανή ταινία άρπαξε ό, τι είχα και δεν είχα πάνω στο τραπέζι στη γωνία και τα έριξε κάτω. "Να πάρει η ευχή, Ρέιβεν Μπλακ!" φώναξε. "Σε αγαπώ! Σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα, γαμώτο! Το ξέρεις αυτό, το ξέρεις ότι αυτός ήταν ο λόγος που δεν μπόρεσα να σε σκοτώσω! Το ξέρεις ότι είσαι ό, τι πιο σημαντικό έχω στη ζωή μου, το ξέρεις ότι θα πέθαινα για σένα! Και τώρα επειδή έχεις ένα κακό προαίσθημα, - που έχεις πολύ συχνά από δαύτα - νομίζεις πως έχεις το δικαίωμα να αμφισβητείς τα αισθήματά μου για σένα;"
"Κάρτερ..."
"Όχι, σταμάτα! Σταμάτα και άκουσέ με για μια φορά στη ζωή σου!" Τα χέρια του με άρπαξαν κτητικά από τους ώμους και με κόλλησε στον τοίχο, με το πρόσωπό του αρκετά κοντά στο δικό μου, που μου έφερνε μια επιθυμία να τον φιλήσω και να μην τον αφήσω να φύγει ποτέ. "Σε αγαπώ. Σ' αγαπώ και σε θέλω με όσους πιθανούς τρόπους μπορείς να φανταστείς και αν πάθεις κάτι θα πεθάνω, Ρέιβεν. Γι' αυτό κόψε τις μαλακίες και αποδέξου το γεγονός ότι αν θέλεις να κάτσω εδώ μέσα και να μην πολεμήσω με τους δικούς μας, θα πρέπει να κάτσεις κι εσύ εδώ μαζί μου, μακριά από τους γονείς σου και τον αδερφό σου. Και δεν θα το κάνεις αυτό, Ρέιβεν σε ξέρω καλά. Προετοιμάσου, φάε και ξεκουράσου γιατί έχουμε πόλεμο. Και δεν πρόκειται να σε αφήσω να βγεις σε εκείνη την κόλαση χωρίς εμένα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα πάω να πέσω αυτή τη στιγμή πάνω σε ένα παλούκι! Έγινα κατανοητός ή θες να σου δείξω κιόλας τί εννοώ;"


Το γεγονός ότι όλοι έτρεχαν αλαφιασμένοι πάνω κάτω μας έδωσε την ελευθερία να λείψουμε για κάμποση ώρα που μας πήρε για να καυγαδίσουμε και έπειτα για να τα βρούμε, έτσι όταν κατεβήκαμε κάτω, κανείς δεν είχε προσέξει την απουσία μας και κανείς δεν αναρωτήθηκε τί δουλειά μας είχαν αναθέσει. 
Παρόλα αυτά κατεβήκαμε και κάναμε τα αδύνατα δυνατά για να είμαστε παραγωγικοί. Ήταν εκπληκτικό το πόσο εύκολα μπορούσα να θυμώσω με τον Κάρτερ, να τον συγχωρέσω και να ξανακάνω τα ίδια από την αρχή. Για όλα έφταιγε εκείνο το καταραμένο του χαμόγελο που ανασταίνει και νεκρούς. Ένα βλέμμα του, εκείνα τα γαλάζια μάτια που έβλεπαν πάντα μέσα μου λες και ήμουν διάφανη και ένα πονηρό, στραβό του χαμόγελο αρκούσαν και αρκούν ακόμα για να με κάνουν να τον συγχωρέσω. 
Μαζεύαμε και τακτοποιούσαμε τα όπλα στην τραπεζαρία, ο καθένας σε διαφορετική γωνιά του δωματίου και ακόμα κι έτσι δεν μπορούσα να μην χαμογελάσω όταν τον έπιανα με την άκρη του ματιού μου να με κοιτάζει και να χαμογελάει, με μικρές ρυτίδες να σχηματίζονται γύρω από τα μάτια του. Τον ήθελα αυτό τον άνθρωπο και θα έκανα ό, τι μπορούσα για να μην βγει το προαίσθημά μου αληθινό. 
Δεν θα άφηνα κανέναν να μου πάρει τον Κάρτερ. 
Αυτή ήταν και η υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου και το μοναδικό ίσως κίνητρο που είχα για να συνεχίσω μετά από εκείνη τη μάχη. 


Καθόμασταν και περιμέναμε, σαν τα ποντίκια που είχαν πιαστεί μέσα στη φάκα. Καθόμασταν και περιμέναμε τί ακριβώς; Το τέλος; Να έρθουν οι εχθροί μας; Ο Έρικ είχε φέρει όλους τους δικούς του που τώρα κάθονταν ξάπλα στη μεγάλη τραπεζαρία που είχαμε αδειάσει από έπιπλα και ο Σνέικ είχε έρθει με καμιά δεκαριά δαίμονες που είχαν δεχτεί να βοηθήσουν. Είχα βουλιάξει στον καναπέ στην αγκαλιά του Κάρτερ και τον ένιωθα, έχοντας τα μάτια μου κλειστά, να χαϊδεύει τα μαλλιά μου. Είχα ρίξει το δεξί μου χέρι στο γόνατό του και το αριστερό το είχα μπλέξει με το δικό του. Ο Κάρτερ τραγουδούσε στο μυαλό μου, τραγουδούσε το πιο όμορφο τραγούδι που είχα ακούσει ποτέ. Ήταν η σπαρακτική μελωδία που είχε παίξει στο πιάνο την πρώτη φορά που... εκείνη τη μέρα, τέλος πάντων. Πριν το συνειδητοποιήσω, είδα με τα μάτια της φαντασίας μου τον Κάρτερ να κάθεται στο πιάνο και τα χέρια του να κινούνται πάνω στα πλήκτρα. Δεν το κατάλαβα ότι έκλαιγα ξανά, παρά μόνο όταν ένιωσα το δάχτυλό του απαλό πάνω στο μάγουλό μου. 
"Όλα θα πάνε καλά, Ρέιβεν" μου είπε. "Θα δεις, σύντομα θα ξεχάσουμε ό, τι μας πονά". 
Άθελά μου, ανατρίχιασα. 



Fangs (Midnight Series: Book Two)Where stories live. Discover now