Κεφάλαιο Εννιά

369 43 28
                                    

Ήταν απίστευτο το πόσο γρήγορα μπορούσες να περάσεις από μια ήσυχη νύχτα σε μια ανήσυχη. 
Κάτι τέτοιο συνέβη αμέσως μόλις είδαμε το ανθρώπινο τσούρμο έξω από το Σάντοουφορτ Μουρ. Η ησυχία, η γαλήνη που επικρατούσε χάθηκε λες και έσπασε ξαφνικά η σαπουνόφουσκα που μας περιέβαλλε.  Φύγαμε γρήγορα από τα παράθυρα, από φόβο μήπως μας δουν, ίσως και κατευθυνθήκαμε προς την τραπεζαρία. Στον δρόμο, περνώντας από έναν διάδρομο το βλέμμα μου έπεσε στην δυτική μεριά του επιβλητικού κάστρου. Πυρσοί, άνθρωποι, όπλα σε κάποια χέρια. Αγροτικά κυρίως. 
Μας είχαν περικυκλώσει. 
Έπιασα το χέρι του Κάρτερ και τον τράβηξα πίσω, κολλώντας το βλέμμα μου στις ασταθείς φλόγες έξω από το τζάμι. "Κάρτερ" έκανα χαμηλόφωνα. Το βαμμένο στο χρώμα του αίματος γυαλί έμοιαζε να μας προστατεύει, αλλά για πόσο ακόμα; Και αν έρχονταν μέσα; Ίσως όχι απόψε, αλλά κάποια άλλη βραδιά;
Τα δάχτυλά του έσφιξαν τα δικά μου και χωρίς να πει τίποτα, τα χείλη του άφησαν ένα φιλί στο μέτωπό μου. 
Δεν ήταν καλό αυτό. Καθόλου καλό. 
Ο Κάρτερ δεν έκλεινε το στόμα του ποτέ, είχε πάντα μια ατάκα κάτω από τη γλώσσα και η όρεξή του για πειράγματα και σπόντες δεν χανόταν ποτέ. Εν μέσω μάχης έβρισκε το κέφι να πειράζει τους πάντες και τα πάντα, να πετάει μπηχτές σε όποιον είχε την ατυχία να πολεμάει δίπλα του και τώρα, αυτό το σμιλεμένο άγαλμα που στεκόταν δίπλα μου, δεν θύμιζε σε τίποτα τον ομιλητικό, ανήσυχο Κάρτερ. Το γεγονός ότι δεν έβγαλε άχνα, με είχε προβληματίσει περισσότερο από όσο ήθελα να δείχνω. 
"Το θέμα είναι" ξεκίνησε ο πατέρας μου και σταμάτησε όταν εμφανίστηκα στην πόρτα με τον Κάρτερ δίπλα μου. Καθίσαμε στο τραπέζι σε διπλανές θέσεις. Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα να τον αφήνω μόνο του. Ή δεν ήθελα να με αφήνει μόνη μου; "Το θέμα είναι, πως ποτέ ως τώρα δεν έφτασαν άνθρωποι ως εδώ πάνω. Το Σάντοουφορτ Μουρ το απέφευγαν όπως ο διάολος το λιβάνι. Ήμασταν πάντα το 'παλιό στοιχειωμένο κάστρο' και κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να ανέβει. Πέρα από ένα μάτσο λυκειόπαιδα που είχαν μπει στο κελάρι και έφυγαν κακήν κακώς μόλις η Έμπονι άρχισε να κάνει την αποκεφαλισμένη νύμφη του δάσους. Και τώρα, ένα μπουλούκι άνθρωποι έρχονται με πυρσούς λες και είμαστε στο Σάλεμ". 
"Στο Σάλεμ έκαιγαν τις μάγισσες" έκανε ανήσυχη η Σκάι. Όλα τα βλέμματα έπεσαν πάνω της κι εκείνη ζάρωσε στην καρέκλα. Δεν ήμουν σίγουρη κατά πόσο την βοηθούσαν αυτά τα ταραγμένα βλέμματα πάνω της, τύπου 'μην μιλάς'. "Δεν είμαστε μάγοι, αλλά δεν είμαστε και άνθρωποι" πρόσθεσε εν τέλει, αγνοώντας εμάς και τους φόβους της. 
"Κανείς δεν θα μας κάψει, Σκάι" είπε ο Κρις ευγενικά, σχεδόν τρυφερά. Βρε, λες; αναρωτήθηκα καθώς τους κοίταξα. 
"Τί θα κάνουμε;" ρώτησα. "Γιατί έρχονται εδώ; Τί θέλουν;"
"Αν δεν είναι άνθρωποι;" ρώτησε η Έμπονι. 
"Άνθρωποι είναι" είπε ο πατέρας μου. "Είμαι σίγουρος. Το θέμα είναι αυτό που τόνισε η Ρέιβεν. Τί κάνουμε;"
"Να μιλήσουμε στους Λύκους" είπε ο Κάρτερ. "Είμαστε υποτίθεται σύμμαχοι τώρα. Ό, τι φέρνει πρόβλημα σε εμάς, φέρνει και σε εκείνους, μπορεί να μην τα πάμε καλά, αλλά ανήκουμε στον ίδιο κόσμο. Και πρέπει να τον προστατέψουμε αυτόν τον κόσμο". 
Όλοι στο τραπέζι έγνεψαν θετικά. 
Μπράβο, Κάρτερ, του είπα στο μυαλό του. Τα είπες πολύ καλά
Το ξέρω, έκανε εκείνος γελώντας. Τα πρόβαρα εδώ και πέντε λεπτά. Το ήξερα πως θα εντυπωσιαστείς. Τον σκούντησα παιχνιδιάρικα κάτω από το τραπέζι, για να λάβω σαν ευχαριστώ μια τσιμπιά στη μέση. Αχ, όταν έκανε κάτι τέτοια... 





Την επόμενη μέρα κατέβηκα στο ισόγειο, σκοπεύοντας να βγω μια βόλτα να ξεσκάσω, μήπως και μου έρθει καμιά καλή ιδέα για το τί θα κάναμε. Ο Κάρτερ μου είχε αφήσει ένα λευκό χαρτάκι στο μαξιλάρι, όπου έγραφε πως πήγαινε να τσιμπήσει κάτι, μιας και εγώ θα πήγαινα αργότερα με τον Ντεβ. Πότε κατάφερε και το έσκασε χωρίς να τον πάρω χαμπάρι, δεν το γνωρίζω. 
"Βγαίνω!" φώναξα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα, όταν ένας βήχας ακούστηκε από κάπου δεξιά. Γύρισα και βρήκα τον Τζον να στέκεται στην πόρτα που οδηγούσε στην τραπεζαρία με ένα τσιγάρο να κρέμεται αλήτικα στα χείλη του. "Τί κάνεις εσύ εδώ; Οι δικοί μου το ξέρουν ότι είσαι εδώ;" έριξα μία μία τις ερωτήσεις μου. 
"Ξεκόλλα, μηδέν αρνητικό" έκανε ειρωνικά. "Ο μπαμπάς σου μας κάλεσε". Έπαψε να στηρίζεται στον ώμο του και με πλησίασε. 
"Για ποιόν λόγο;"
"Χάθηκε ένας δικός μας" σχολίασε ο Τζον με μια παγερή αδιαφορία. "Μόλις γυρίσαμε από την παραλία - παρεμπιπτόντως, δικιά σου ιδέα ήταν;"
"Συνεχίζεις;"
"Ναι, έλεγα λοιπόν, ότι χάθηκε ένας δικός μας, όσο ήμασταν στην παραλία μαζί σας. Όταν γυρίσαμε στην Αγέλη, μας ενημέρωσαν ότι εξαφανίστηκε. Πήγε να μαζέψει ξύλα στο δάσος και δεν επέστρεψε ποτέ". 
"Και εσύ τι κάνεις εδώ έξω;" ρώτησε ξαφνικά  ο Κάρτερ που είχε προφανώς μπει από την πόρτα, ντυμένος ξανά στα μαύρα, με τα μαλλιά του ανακατεμένα, το πρόσωπο εκνευριστικά τέλειο όπως πάντα. Ασυναίσθητα, κάθε φορά που ήταν μαζί μου στο δωμάτιο, είχα την τάση να θέλω να στέκομαι δίπλα του, θαρρείς και μπορούσα να δω, ή να νιώσω την αύρα του. Αλλά από την άλλη, αυτό δεν ονομάζουμε έλξη; "Φουμάρεις, να ξεχάσεις τον πόνο σου;" έκανε ο βρικόλακάς μου στο ίδιο ύφος. 
"Ακριβώς" έκανε ο Τζον. 
Ο Κάρτερ τον κοίταξε, έπειτα στράφηκε σε μένα και άφησε ένα φιλί στο μέτωπό μου. Με έπιασε από το χέρι και με συνόδευσε στην τραπεζαρία, αγνοώντας τον Τζον και - εδώ που τα λέμε - και τον υπόλοιπο κόσμο γύρω του. 
"Πρέπει να λάβουμε δραστικά μέτρα" έλεγε ο Βλαντ με τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι "Ποιός ξέρει αν θα πιάσουν κάποιον από εμάς μετά;" Το βλέμμα του με βρήκε αμέσως. "Κι εσύ, πιτσιρίκα, δεν ξαναβγαίνεις ασυνόδευτη από δω μέσα". 
Εξεπλάγην. 
Εξεπλάγην, γιατί ήταν το πιο ευγενικό σχόλιο που μου είχε κάνει ποτέ ο Βλαντ. Δεν ήξερα αν με συμπαθούσε, δεν έδειχνε να τρελαίνεται για κανέναν, αλλά αυτό το σχόλιο μου άρεσε. Και μάλλον και στους δικούς μου, γιατί συμφώνησαν έντονα. 
"Άκουσες" έκανε ο Κάρτερ. "Ποτέ ξανά ασυνόδευτη". 
"Σκάσε, Κάρτερ" έκανα παιχνιδιάρικα. Ευκαιρία ψάχνεις, πρόσθεσα. 
Να σε ξεμοναχιάζω, ναι. Και τώρα θα έχω και δικαιολογία. Να ξέρεις-
Ένας δυνατός γδούπος διέκοψε αμέσως την επόμενη σκέψη του Κάρτερ και όλοι μαζί πήγαμε στην κεντρική είσοδο, από όπου και ακούστηκε ο θόρυβος. Ο Τζον κοιτούσε μία εμάς, μία την κλειστή εξώπορτα. 
"Απέξω ακούστηκε" έκανε κάπως ταραγμένος. 
Την πόρτα την άνοιξε ο Βλαντ, έτσι με το γνωστό αγέρωχο υφάκι του και αμέσως ένιωσα την ανάγκη να βγάλω τα άντερά μου - αν μπορούσα δηλαδή - με αυτό που αντίκρισα. 




Fangs (Midnight Series: Book Two)Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang