Κεφάλαιο Τέσσερα

462 52 20
                                    

Προσποιούμουν. 
Προσποιούμουν πως όλα ήταν καλά και πως δεν είχα καμία ανησυχία. Μετά το περιστατικό με τον Κάρτερ και το δηλητήριο, τώρα ήταν όλα καλά, σωστά; Δεν είχα κάτι να ανησυχώ. Δεν έπρεπε να με ταράζει κάτι, ή να με κάνει κάτι να φοβάμαι. Έπρεπε να είμαι καλά, ευτυχισμένη και σίγουρη πως τα χειρότερα είχαν περάσει και όλη η αιωνιότητα απλωνόταν μπροστά μου με τον Κάρτερ στο πλευρό μου. 
Αλλά φοβόμουν. 
Δεν ήξερα ποιοί ήταν αυτοί που είχα δει το προηγούμενο βράδυ έξω από το σπίτι. Με τρόμαζε περισσότερο το ότι στέκονταν σαν αγάλματα, ακίνητοι και τρομαχτικοί, στέλνοντας κύματα ανατριχίλας στο κορμί μου. Δέος, ήταν η μόνο λέξη που μπορούσα να σκεφτώ και κατ' επέκταση, φόβος. 
Φοβόμουν γιατί δεν ήξερα τί ήθελαν, ποιοί ήταν και ποιόν έψαχναν. Μου θύμισαν Μεσαίωνα και κυνήγι μαγισσών. Έτσι που κάθονταν γύρω από το Σάντοουφορτ Μουρ, έμοιαζαν με εκτελεστές. Ο αέρας γύρω τους ήταν πολύ ζοφερός και η αύρα τους πιο μαύρη από την δική μας. 
Πιο μαύρη από την σκοτεινότερη νύχτα. 
Ο Κάρτερ δεν είναι τύπος που φοβάται. 
Παρόλα αυτά ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να με ακούσει, να μου πει τη γνώμη του και έπειτα να φροντίσει να ξεχαστώ. Εξακολουθούσα όμως να έχω μια βαθιά ριζωμένη ανησυχία, όσο άνετα και να συμπεριφερόμουν. Μια ψιθυριστή φωνούλα μέσα στο κεφάλι μου, μού έλεγε πως είχαμε μπελάδες προς των πυλών, μπελάδες από τους οποίους δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε εύκολα.
Αυτό το διαπίστωσα το επόμενο πρωί. Είχα εξαφανιστεί για μια στιγμή στο δωμάτιό μου να ντυθώ και όταν γύρισα, οι δικοί μου μού ανακοίνωσαν πως έστειλαν τον Κάρτερ σε μια  δουλειά και πως θα επέστρεφε - καλώς εχόντων των πραγμάτων - το αργότερο το μεσημέρι. 
Ακολούθησε μια μίνι διένεξη, φωνές από μέρους μου που κανείς δεν σκέφτηκε να με ενημερώσει, σπόντες από τους υπολοίπους πως μπορούσα να επιβιώσω μια ώρα μόνη μου και τελικά δεν καταλήξαμε πουθενά. Βγήκα από την τραπεζαρία κοπανώντας την βαριά πόρτα πίσω μου και χωρίς να το σκεφτώ, πήρα το δρόμο για το δάσος. 
Περπατούσα χωρίς κάποιον σκοπό, ξεχνώντας πως είχα βγει από τα όρια του Σάντοουφορτ Μουρ και πως πλέον ήμουν ουσιαστικά ακάλυπτη. Περπατούσα εκνευρισμένη, ανοίγοντας δρόμο με τα χέρια ανάμεσα στο πυκνό φύλλωμα και μερικές φορές προκαλώντας μια μικρή ζημιά στη χλωρίδα του τόπου, όταν άκουσα φωνές. Χωρίς να το σκεφτώ, στάμπαρα το ψηλότερο δέντρο και άρχισα την αναρρίχηση. Μόλις βολεύτηκα σε ένα κλαδί ικανό να αντέξει το βάρος μου, έσκυψα προς τα κάτω, προσπαθώντας να εντοπίσω την πηγή του θορύβου. 
Ήταν τρεις άντρες και δύο γυναίκες. Τα ρούχα τους ήταν παλιομοδίτικα θα έλεγα, έμοιαζαν με απλά και βολικά κυνηγετικά ρούχα και στους ώμους τους ο καθένας είχε από ένα τουφέκι. Οι γυναίκες είχαν όπλα περασμένα στις ζώνες τους και κρατούσαν τόξα. 
Τόξα. 
Για μια στιγμή μπήκα στον πειρασμό να πέσω ανάμεσά τους και να τους ξεσκίσω με τα δόντια, καθώς η λογική μου έλεγε πως ήταν η ομάδα που είχε προκαλέσει τον τραυματισμό του Κάρτερ, αλλά έπειτα από λογική σκέψη, αποφάσισα να μην το κάνω. Κρύφτηκα πιο αποτελεσματικά στο φύλλωμα του δέντρου και έστησα αυτί. 
"Είσαι σίγουρος πως πήγαν από εδώ;" ρώτησε η μία γυναίκα. "Το μέρος φαίνεται απάτητο". 
"Σίγουρος είμαι, Κλάρα" της απάντησε ο ένας από τους άντρες. Ήταν ψηλός και η κοιλιά του έμοιαζε παράταιρη με το υπόλοιπο σώμα του. "Ήμουν εδώ, τους είδα". 
"Τότε θα ξέρεις να μου τους περιγράψεις" απάντησε η ίδια γυναίκα, που προφανώς ονομαζόταν Κλάρα. 
"Ήταν σκοτάδι" δικαιολογήθηκε η δεύτερη γυναίκα. "Και δεν βλέπαμε καλά. Είμαι σίγουρη όμως πως ήταν δύο, ένας άντρας και μια γυναίκα. Αλλά χαρακτηριστικά του προσώπου τους δεν είδα καθόλου. Πάντως δεν θα πήγαν πολύ μακριά" σχολίασε έπειτα και ανέμισε το τόξο της στον αέρα. 
Υπέγραψες την καταδίκη σου, αγαπητή μου... 
"Πόσο σίγουροι είμαστε ότι... ότι έχεις δίκιο, Μάιλς;" ρώτησε ο ένας από τους άντρες τον τρίτο της παρέας, τον πιο κοντό που παρά την σωματική του διάπλαση έμοιαζε να είναι ο αρχηγός της ομάδας. 
"Απόλυτα" απάντησε ο Μάιλς και κοίταξε γύρω του. Ευτυχώς δεν σκέφτηκε να κοιτάξει ψηλά. "Δεν κάνω ποτέ λάθος, σε τέτοια. Τους νιώθω". 
Κι εγώ τους ένιωθα. Και μύριζα από απόσταση το θνητό τους αίμα. Οι άνθρωποι ήταν αυτό ακριβώς. Άνθρωποι, κοινοί θνητοί. Δεν ήταν πλάσματα του δικού μου κόσμου. Και ήμουν βέβαιη πως μιλούσαν για εμένα και τον Κάρτερ. Το καλό ήταν πως δεν μας είχαν δει. 
"Νομίζω πως ψάχνουμε τσάμπα" είπε η Κλάρα. "Δεν μοιάζει να έχει μείνει τίποτα εδώ. Προτείνω να γυρίσουμε πίσω και να ψάξουμε ξανά το βράδυ. Ποιοί θα είναι απόψε οι φύλακες;"
Οι φύλακες;
"Ο Τρούμαν με την ομάδα του και η Λορέττα με την δική της" απάντησε ο Μάιλς. "Έχεις δίκιο, Κλάρα. Καλύτερα να πηγαίνουμε, να μην χαραμίζουμε τσάμπα τις δυνάμεις μας. Δεν μοιάζει να υπάρχει τίποτα εδώ". 
Αφού χασομέρησαν ακόμα μερικά λεπτά, έκαναν μεταβολή και πήραν τον δρόμο από τον οποίον είχαν έρθει. Περίμενα δέκα λεπτά μέχρι να βεβαιωθώ πως είχαν φύγει, μέχρι να εξασθενίσει η μυρωδιά τους στον αέρα και έπειτα κατέβηκα από το δέντρο. Αυτοί οι άνθρωποι έψαχναν εμάς. 
Έπρεπε να ειδοποιήσω κάποιον. 

Fangs (Midnight Series: Book Two)Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang