Κεφάλαιο Δεκαεννέα

301 40 19
                                    

Η πρώτη πέτρα που έσπασε το παράθυρο ακούστηκε σαν να εκρήγνυντο  το σύμπαν. Όλα έμειναν για μια στιγμή σιωπηλά μετά από αυτό, σταματημένα στο χρόνο λες και ο μεγάλος τροχός που λέγεται ζωή είχε πάψει να γυρίζει. Έπειτα, οι υπόλοιπες πέτρες ακούστηκαν σαν χιονονιφάδες πάνω σε τζάμι. 
Και όλα τα τζάμια έσπασαν. 
Ο Κάρτερ με τράβηξε βίαια από τη μέση και με έριξε κάτω από τον καναπέ, καλύπτοντάς με με το κορμί του. Δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να προστατευτεί, με αποτέλεσμα ένα κομμάτι γυαλί να του γδάρει σχεδόν το μάτι. 
"Κάρτερ!" του φώναξα μέσα στον πανζουρλισμό. 
Με έσυρε και πάλι βίαια προς την έξοδο, απλά για να βρούμε κι εκεί περισσότερα γυαλιά, περισσότερα σπασμένα τζάμια και πέτρες, η κάθε μία με μια κόκκινη κουκκίδα πάνω της που έμοιαζε εξαιρετικά ανησυχητική. 
"Ανεβείτε στην οροφή!" φώναξε ο Σνέικ και σηκώθηκε όρθιος μαζί με τους δικούς του. "Θα τους καθυστερήσουμε". 
Ο Κάρτερ με έπιασε από το χέρι και τρέχοντας, περνώντας ανάμεσα από σπασμένα γυαλιά και πέτρες, ακολούθησε τους υπόλοιπους στις σκάλες, από όπου και βγήκαμε στην οροφή από τον φεγγίτη. 
Έριξε τα χέρια του προστατευτικά στη μέση μου και με τράβηξε κοντά του, αφήνοντας ένα φιλί στον κρόταφό μου. "Ό, τι και να συμβεί" μου είπε ταραγμένος, με κομμένη την ανάσα, "να ξέρεις πως σε αγαπώ όσο τίποτα άλλο στον κόσμο". 
Γύρισα να τον κοιτάξω και τον φίλησα, τραβώντας το πρόσωπό του με τα χέρια μου σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεχάσω για μισό δευτερόλεπτο τον χαμό γύρω μας. "Κι εγώ σ' αγαπώ, Κάρτερ. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό". 
"Δεν θα το ξεχάσω" μου απάντησε και χαμογέλασε, σέρνοντας το δάχτυλό του πάνω από τις βλεφαρίδες μου. 
"Υποσχέσου!" του φώναξα ξαφνικά, χωρίς ούτε εγώ να ξέρω γιατί. 
"Το υπόσχομαι" είπε καθησυχαστικά. "Δεν θα το ξεχάσω ποτέ". 


Δεν έχω ιδέα πώς διάολο κατάφεραν οι άνθρωποι και ανέβηκαν στο ψηλότερο επίπεδο σημείο του Σάντοουφορτ Μουρ και δεν με ενδιέφερε κιόλας. Το μόνο που ήθελα ήταν να τους πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια, γιατί κάποιοι ανάμεσά τους είχαν φαρμακώσει τον Κάρτερ εκείνη τη φορά στο δάσος. Ανάμεσά τους ήταν και ο βιβλιοπώλης, εκείνος ο κοντός κύριος που μας ανέφερε τα φαντάσματα και από τον οποίο είχα κλέψει τις σελίδες που μας ενημέρωναν για την παρακολούθηση. 
Το μόνο θετικό στην όλη κατάσταση, ήταν πως κανείς δεν έμοιαζε να μας γνωρίζει και για μια στιγμή ευχήθηκα τα καλύτερα στην Σκάι, μέσα από την ψυχή μου. 
"Απαίσια πλάσματα!" φώναξε μία γυναίκα όταν μας είδε. 
"Παρ' το πίσω, μικρό, ανθρώπινο απόβρασμα!" της απάντησε ο Κρις και της όρμησε. 
Η μάχη είχε αρχίσει. 

Ο κάθε ένας από εμάς τα είχε βάλει ταυτόχρονα με τουλάχιστον τρεις ανθρώπους. Ήταν η μοναδική φορά που ένιωθα και τύψεις, επειδή αφαιρούσα μια ανθρώπινη ζωή, αλλά και χαρά, γιατί εξολόθρευα τους εχθρούς μου. Ήλπιζα να έχω στο μέλλον την ευκαιρία να εξιλεωθώ για τις πράξεις μου.
Θα είχα φάει λιγότερες και πιθανότατα ο δεξιός μου ώμος δεν θα αιμορραγούσε αν είχα περισσότερο το μυαλό μου στη μάχη και λιγότερο στον Κάρτερ. Εκείνος, έδειχνε να τα πηγαίνει μια χαρά. Και δεν είχε κανένα σημάδι πάνω του, παρά μόνο το αίμα των ανθρώπων που είχε ξεφορτωθεί. 
Το θέμα ήταν  βέβαια πώς έμοιαζαν από παντού να ξεφυτρώνουν άλλοι άνθρωποι, κάτι που με έκανε να αναρωτηθώ μέσα στην παραζάλη της στιγμής πόσοι ήταν πραγματικά μπλεγμένοι, πόσο καιρό μας παρακολουθούσαν και πόσο καλά οργανωμένοι ήταν. 
Επιπλέον, κινούνταν με μια εκπληκτική ευκολία που με μπέρδευε. 
Για όνομα του Θεού, ήταν... άνθρωποι. 
Απλοί άνθρωποι. 
Πώς διάολο κατάφερναν να κινούνται τόσο ... μαγικά;
Το ένστικτό μου σχεδόν ούρλιαζε στο κεφάλι μου. 
Κάτι έπρεπε να δω, κάτι που δεν είχα δει ως εκείνη τη στιγμή. 
Και τόσο απότομα, όσο όταν άρχισε, η φωνή από το ένστικτό μου σώπασε. 
Έχωσα μια αγκωνιά σε έναν που μου ήρθε πίσω από την πλάτη και γυρίζοντας απότομα, τον έριξα κάτω από το Σάντοουφορτ Μουρ. 
Μόλις στράφηκα, αντίκρισα κάτι που μόνο με μία λέξη μπορούσε να περιγραφεί. 
Όλεθρος.
Οι δικοί μας ήταν λιγότεροι, ο Ντεβ πνιγόταν σχεδόν ανάμεσα στους τρεις μεγαλόσωμους ανθρώπους που τον είχαν κυκλώσει και έμοιαζαν να γνωρίζουν πολύ καλά κάποιες κινήσεις που ο Ντεβ είχε μάθει από την Νεράιδα φίλη του, ακόμα και ο Κρις αγκομαχούσε και ο Κάρτερ... είχε ιδρώσει από την προσπάθεια. 
Με μια ξαφνική κίνηση πετάχτηκα προς το μέρος του και σκαρφάλωσα πάνω σε έναν από τους διώκτες του, σπάζοντας το λαιμό του. 
Δεν είχαμε άλλη επιλογή.
Αν υπήρχε ένα μέρος που μπορούσαμε να τα βάλουμε με όλους αυτούς τους "ανθρώπους", ήταν η Χώρα. 
Στη Χώρα, Κάρτερ, του είπα. Πρέπει να τους παρασύρουμε στη Χώρα. 
Ο Κάρτερ χαμογέλασε θλιμμένα, ωστόσο έγνεψε θετικά. 
Με μια κίνηση που με έκανε να ανατριχιάσω, πήδηξε από κάτω και παρέσυρε μαζί του τους διώκτες του. Κοίταξα με νόημα τον Ντεβ. Εκείνος τον Κρις και σύντομα όλοι είχαν καταλάβει. Πέσαμε κάτω, στην αυλή του Σάντοουφορτ Μουρ και αρχίσαμε να "τραβάμε" τους ανθρώπους στη Χώρα των Νεράιδων. 




Fangs (Midnight Series: Book Two)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora