Κεφάλαιο 20ο

402 51 20
                                    

«Τι έχασα λοιπόν;» κατέφθασε ο Ιάσονας με τις αναθεματισμένες μπύρες στα χέρια. Τέλεια, πάνω στην ώρα- εντοπίστε την ειρωνεία-! Tι timing και αυτό.

«Αν εξαιρέσεις το παραλήρημα του φίλου σου το οποίο έπρεπε να το αναλάβω ολομόναχη για μια ακόμα φορά επειδή κάποιος είναι υπερβολικά ανεύθυνος και ανίκανος να αντιληφτεί τι συμβαίνει γύρω του, τίποτα το ιδιαίτερο.» αν το βλέμμα μπορούσε να σκοτώσει, πιστέψτε με ο Ιάσονας θα ήταν ήδη νεκρός. Αυτό που με εντυπωσίαζε περισσότερο, ενώ ταυτόχρονα μου δημιουργούσε τον έντονο πόθο να τον χτυπήσω τόσο δυνατά συναγωνιζόμενη τον Rocky ήταν το ηλίθιο χαμόγελο του που δεν έλεγε να φύγει από το στόμα του όλο το βράδυ. Ήταν πλέον γεγονός ο Ιάσονας είχε κάποιου είδους ελαφριά καθυστέρηση! Δεν μπορώ να εξηγήσω κάπως αλλιώς λογικά το απαθέστατο βλέμμα του και την χαλαρότητα που τον διακατείχαν την ίδια ώρα που εγώ αγωνιζόμουν σκληρά έτσι ώστε να μην μάθουν τα καμώματα του Στέφανου τα υπόλοιπα παιδιά.

«Ζωή αν δεν σε ήξερα καλύτερα θα έλεγα ότι έχεις θυμώσει λίγο.» με κοίταξε έντονα, με βλέμμα γεμάτο παράπονο και για πρώτη φορά σήμερα είχα την εντύπωση πως αυτό το άτομο με τον υποανάπτυκτο εγκέφαλο που στέκεται ακριβώς μπροστά μου έχει επίγνωση της προκειμένης κατάστασης.

«Όχι Ιάσονα, αν με ήξερες καλύτερα θα καταλάβαινες πως είμαι ΕΞΑΛΛΗ!.» τη σκληρή φωνή μου ακολούθησαν οι κοφτές κινήσεις μου με τις οποίες σήκωσα το Στέφανο στα πόδια του και τον οδήγησα λίγο πιο δίπλα από εκεί όπου καθόντουσαν τα υπόλοιπα παιδία, κρατώντας πάντα μια απόσταση ασφαλείας. Μπορεί να ήταν μαλάκας, αλλά είχε δίκιο όταν μου ζήτησε να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε την κατάσταση του Στέφανου κρυφή από την αδερφή του, συνεπώς και από την υπόλοιπη παρέα.

«Οκ το έπιασα, κάποια αδυνατεί να χαλαρώσει και χρειάζεται το χρόνο της.» τα λόγια του βρωμούσαν ειρωνεία και αυτό με τσάτιζε όλο και περισσότερο. «Στέφανε φέρε καμιά μπύρα στην Ζωίτσα να πνίξει τον καημό της.»

Δεν γύρισα καν αν τον κοιτάξω και άρπαξα μια μπύρα από τη σακούλα. Ίσως είχε δίκιο, ήρθε η ώρα να χαλαρώσω. Βαρέθηκα να νταντεύω ενήλικες μαντράχαλους, ας απολαύσω την θέα και ας χαθώ λίγο στη στιγμή. Δίχως να το καλοσκεφτώ το κεφάλι μου είχε προσγειωθεί στα πόδια του Ιάσονα. Δεν με ένοιαζε εκείνη τη στιγμή, δεν σκεφτόμουν. Χαλάρωνα όπως με είχε συμβουλέψει ο συγκάτοικος και όντως δούλευε.

«Ζωηηη για αυτό που λέγαμε πριν.» έσπασε τη γαλήνια σιγή ο Στέφανος και ξάφνου όλη η ηρεμία που με διακατείχε πήγε περίπατο.

Συγκάτoικοι της ΣυμφοράςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang