Chapter 8

103 18 9
                                    

Πονουσε το σωμα μου, το κεφάλι μου και πίστευα πως επιτελους ηρθε το τέλος, αλλά για ακόμη μια φορά η ζωή με απογοήτευσε. Και αν δεν μπορούσα να μιλήσω με λογια εκανα σκέψεις που με τρελεναν.
Ημουν στο σκοτάδι. Προσπάθησα να σηκωσω το σώμα μου αλλά δεν μπορουσα.
Καθησα στο δάπεδο και μιλούσα με τους δαίμονες μου.
"Γιατί ειμαι εδώ; Που είμαι;"
"Ξανά γύρισε." Είπε το διαβολακι μου.
"Που ειμαι;"
"Είναι εδώ."
"Ποιος;"
Μα δεν πήρα απάντηση. Μονο γέλια ακουγα στο μυαλό μου και μαζί ήθελα να γελασω και εγώ αλλά πονουσα παντού, ώστε μέσα απ τα γέλια μου να βγαίνουν δάκρυα.
"Φοβασε;" αυτή η ερώτηση συνέχεια στο μυαλό μου.
"Τι να φοβάμαι;"
"Εκείνον;"
"Ποιον;"
Γυρισα το κεφάλι μου και μέσα στην θολούρα που επικρατούσε είδα μια ψηλή αντρική φιγούρα να με πλησιάζει.
Μαζευτικα στην γονια του τοίχου και έφερα τα γόνατα ου στο στήθος μου.
"Μην κλαις μωρό μου. Μην κλαις." Γονατησε μπροστά μου.
Δεν είχα καταλάβει πως εκλαιγα μέχρι που εκεινος σκουπισε τα δάκρυα μου. Ηταν μπροστά μου ζωντανός.
Οχι, όχι, γελασα. Η φαντασία μου γι ακόμη μια φορά παιζει μαζί μου. Εκλεισαν τα ματια μου όπως κάθε φορά πριν εξαφανιστεί, αλλά έμενε εκεί.
Τοτε περισσότερα δάκρυα αρχισαν ενα δυνατό κλάμα. Εκλαιγα, τον έβριζα, τον χτυπαγα. Ηθελα να φύγει αλλα απλα με κοίταζε αφήνοντας με να τον χτυπάω κάθε φορά και ποιο δυνατά.
"Φυγε! Φυγε διαολε!" Φωναζα.
"Σσσσς" μου ψιθύριζε ενω μου χαιδευε το μάγουλο.
"Σε παρακαλώ φύγε." Είπα όσο πιο σιγανα μπορουσα. Το σωμα μου και το μυαλό μου δεν αντεξαν άλλο ώσπου τελικά βυθίστηκα για ακόμη μια φορά στο σκοτάδι.

Δεν μπορω να καταλαβω πως η ζωη μου εφτασε απ το μηδέν στο εκατό τόσο γρήγορα.
Μέχρι πριν σχεδον δυο χρονια όλα ήταν αυτονόητα για εμένα. Είχα την σχολή μου, την δουλεια μου, την οικογένεια μου -όσο μπορεί να το ερμηνεύσει αυτό κανεις- και τους φιλους μου.
Μετα... μετά γνώρισα εκείνον. Το αγόρι με τα κάστανα ανακατεμένα μαλλια, τα πράσινα ματια και το γλυκό κοιμησμενο χαμόγελο μπήκε στην κεφετερια όπου δουλευα, αλλάζοντας στην ζωή μου.
Τον αφησα να το κάνει. Με κατέστρεφε γλυκα, σαν να ηταν ναρκωτικό. Ημουν εθισμένη σε αυτον, ενω εκείνος με κατέστρεφε, αλλά εγώ συνεχιζα να τον καπνιζω. Μέχρι να μην αντέξουν τα πνευμονία μου τον καπνό του. Μέχρι να φύγει, πέρνοντας και εμένα αν όχι σωματικά, τοτε ψυχικα μαζί του. Καταλάβαινα τους ναρκομανείς, ημουν και εγώ, και αν με ρωτούσαν σε τι είμαι εθισμένη θα έλεγα σε εκείνον.
Δεν με νοιάζει αν ακουγομαι απελπισμένη ή τρελή.
Αυτη ήμουν, τον αγαπούσα.
Αυτοι ήμασταν, ήμασταν εξαρτημένοι ο ένας απ τον άλλο. Σαν τι φωτιά με τον πάγο. Εχει αναρωτηθεί ποτε κανεις γιατί η φωτιά και και ο παγως είναι αντίθετα; Γιατί εξουδετέρωνουν το ενα το άλλο;
Αυτό ήμασταν.

hey angel حيث تعيش القصص. اكتشف الآن