Chapter 14

62 16 2
                                    

"Only half of blue sky, kinda there but not quite"

~~~

Τα ματια μου πονανε, η φωνη μου έχει κλείσει και το κεφάλι μου γυρίζει. Προσπαθώ εδώ τόση ωρα να φυγω απο εδώ μέσα, τόσο πολύ που φαντάζει αιώνας, αλλά δεν υπάρχει καμια διέξοδος. Κρατιεμαι απο το ξύλο της σκαλας και κατεβαίνω όσο ακόμα μπορω να περπατησω. Κοιτάζω γύρο μου με τα ματια μου να εχουν θολωσει. Η τεράστια πόρτα που οδηγει στην πίσω αυλή είναι κλειδωμένη, αλλά καλύπτεται απο μια μεγάλη τζαμαρια.
Γρήγορα η τζαμαρια γίνεται χίλια κομματια όταν πεταξα ενα πέτρινο αγαλματίδιο που βρισκόταν πανω το τραπέζι.

Βγαινω όσο πιο γρήγορα με πηγαίνουν τα πόδια μου εξω πατώντας τα γυαλιά απο την κατεστραμενη τζαμαρια και νιώθω το γυαλι να μπαίνει κάτω απο το δέρμα μου, μα δεν σταματάω να τρέχω. Περναω μέσα απο τον πανέμορφο κήπο που μόλις πριν λιγες ώρες θαύμαζα, και βγαινω στο δάσος που βρίσκετε μετα. Το σπίτι είναι κυριολεκτικά στην μέση του πουθενά, αλλά εγώ συνεχίζω να τρέχω. Τα δάκρυα παγώνουν το πρόσωπο μου καθώς ο κρύος αέρας με χτυπά. Απολαμβάνω την ελευθερία μου.

Είναι τρελός. Θα με βρει. Κρυψου.

Περναω μέσα απ τα μεγαλα δέντρα με μονο φως εκείνο του φεγγαριού. Ακόμα τρεχω χωρίς σταματημό. Τα πόδια μου μπερδεύονται μεταξύ τους κανοντας με να συγκρουστω με το έδαφος απότομα.

Είναι τόσο ανουσιο όλο αυτο. Θα μπορούσα απλα να τελειώσω την ζωή μου. Δεν υπάρχει κάτι πλέων που να με κρατά εν ζωή. Θα μπορουσα να γλυτωσω απ όλα και κανείς δεν θα νοιαστει για το αν θα βρει το άψυχο σωμα μου.

Επεσα στον ερωτα του και γι αυτό είμαι σπασμένη, γιατί έπεσα. Και ξαφνηκα εκεί που λέω τέλος και σπρωχνω τον εαυτό μου να ξεχάσει, γυρίζει πίσω, με κοιτάει με αυτά τα ματια που κρύβουν τους δαίμονες του και τα κάνει ξανά ολα οπως πριν. Ομως δεν ήρθε όταν έπρεπε, ήρθε όταν μπορούσε και όταν μπορούσε εγω ελειπα. Αλλα καλά λένε πως ο άνθρωπος που ερωτευεσαι είναι αντανάκλαση του ποιος πραγματικα είσαι.

Τα ποδια μου ηταν πληγωμενα και πολλα γυαλια ειχαν διαπερασει το δερμα μου κανοντας το πλεων αδυνατο να περπατησω. Καθησα στον κορμο ενος δέντρου και μιλούσαν με τον εαυτό μου και με έτους δαίμονες μου.

Γιατι κοροιδευεις τον εαυτό σου με πραγματα ανύπαρκτα όπως το μέλλον;
Το μέλλον μπορεί να υπάρξει.
Οχι δεν θα υπάρξει. Κανεις δεν περιμένει κάποιο μέλλον. Αν έστω για λίγο σηκωνες τα ματια σου για να κοιταξεις τον κοσμο γύρο σου θα καταλαβαινες πως όλα είναι έτοιμα, απο κάποιους που μπορούν και έχουν την δυναμη να τα ελέγχουν όλα. Ολοι οι δρόμοι πλέον είναι ίδιο, δεν υπάρχει κανεις να κανει την διάφορα. Διαφέρουν μονο εκείνοι που μπορούν, που έχουν την δυναμη, που έχουν τα λεφτά, ακόμα και τα όπλα. Μα όλοι οι υπόλοιποι είναι ίδιοι, χωρίς συναίσθημα. Κενοί άνθρωποι, ενα με την μαζα, χωρίς κάτι να τους ξεχωρίζει τον εναν απο τον άλλον.
Ομως εκεινος μεσα εναν γεματο κοσμο ξεχωριζε. Και αν κάτι ξεχωριζα πανω του θα ηταν τα ματια του. Αυτές οι πράσινες θάλασσες. Σε ενα δωμάτιο γεμάτο κοσμο και εγώ ακόμα θα ξεχωριζα τα μάτια του. Εκεί που έκρυβε τους δαίμονες του. Ηταν σμαραδια, που τον έκρυβαν τόσο καλά. Εκρυβαν τόσο καλά και με το επιδεξιότητα το τέρας που είναι.
Μονο που με αυτά δεν είχα μέλλον. Θα μπορουσα να ζήσω με αυτά, αλλά όχι εδώ. Ισος σε έναν άλλο κοσμο να μπορουσα. Σε εναν άλλο κόσμο θα ηταν εκεί, θα φορούσαν ένα άσπρο φόρεμα και εκείνος ενα μαυρο κοστούμι. Δεν χρειαζόταν άλλοι γύρο μας. Μονο εμείς, και οι όρκοι μας. Θα με φιλούσε και θα ξέραμε πως η τρέλα μας ηταν η ίδια και πως πλέων θα ημασταν μαζί.
Αλλα όλα αυτά σε εναν άλλο κόσμο, όχι εδώ, μακρια απο εδώ.

hey angel Where stories live. Discover now