Άγγελος.

152 15 3
                                    

Πετάγομαι πάνω από τον ήχο του τηλεφώνου μου. Δεν είναι το ξυπνητήρι αυτό. Κοιτάζω την οθόνη του κινητού μου. Βλέπω κλήση τηλεφωνική.

"Μπαμπά... Ο Νικόλας είμαι." Ακούω την παιδική φωνούλα του γιου μου.

"Νικολακη μου....Παιδί μου... Που είστε;;;" ρώτησα ξαφνιασμενος.

"Στην νονά... Εσύ μπαμπά που είσαι;" ρώτησε ο μικρός.

"Στον θείο... πως με πήρες τηλέφωνο;" ρώτησα αφού το παιδί είναι μόλις τεσσάρων.

"Η νονά σε πήρε. Ήθελα πολύ να σε ακούσω. Μου λείπει ο μπαμπάς μου." Λέει και μπορώ να τον καταλάβω να κλαίει.

"Δεν σε ακούω καλά Νικόλα μου. Πρέπει να σε κλείσω. Θα τα ξαναπούμε." Λέω καθώς δεν θέλω να ακούσει την συγκίνηση στην φωνή μου.

Πλησιάζω το παράθυρο. Κοιτάζω το πρωινό Παρίσι. Τα μάτια μου βουρκωνουν. Θυμάμαι την γυναίκα μου και το παιδί μου. Τι ωραία που ήμασταν. ΤΌΤΕ!

Κοιτώ την οικογενειακή μας φωτογραφία στο κινητό μου. Χτυπάω ελαφρά το κεφάλι μου στον τοίχο.

"Τι έκανα ο μαλακας;" φεύγει ένας λυγμος.

"Πρέπει να μιλήσουμε τώρα." Ακούω σιγανά την φωνή του αδερφού μου. Μιλάει με σφιγμένα δόντια.

Γυρίζω και τον κοιτάζω. Κάθομαι στο κρεβάτι. Αντικρίζει τα βουρκωμενα μάτια μου. Ξαφνιάζεται. Ξεσπω σε κλάματα. Με αγκαλιάζει.

"Μην κάνεις σαν κοριτσάκι. Για όλα υπάρχει λύση." Μου λέει. Προσπαθώ να ηρεμήσω.

Με αφήνει μόνο στο δωμάτιο.

Σε λίγο πηγαίνω στο σαλόνι.

Μου δίνει μια κούπα καφέ και καθόμαστε στον καναπέ.

"Δεν τα πηγαίνουμε καλά και φταίω εγώ. Έκανα μεγάλη χαζομάρα." Είπα

"Έχουμε χρόνο. Μην ανησυχείς." Είπε

"Όλα άρχισαν όταν ένας βιομηχανος μου πρόσφερε καλή δουλειά. Πήγα. Με παρέσυρε. Άρχισα να πίνω, να ξενοκοιμαμαι, να Γυρίζω από δω κι από κει. Σπίτι μου όταν πήγαινα ήμουν σε άθλια κατάσταση. Η Λουκία φώναζε. Όσο μπορούσε δηλαδή. Δεν ήθελε να ταράζει και το παιδί. Το παιδάκι μου. Τον Νικολακη μου. Όταν με έβλεπε λιώμα μου έφερνε πετσέτες βρεγμένες. Μου έλεγε "Η μαμά μου βάζει μια τέτοια στο μέτωπο, όταν είμαι άρρωστος." "

Όσο θυμάμαι αυτή τη θολή εικόνα του γιου μου, βουρκωνω ξανά και ξανά.

"Πόσο καιρό γίνονται όλα αυτά;" ρώτησε ο Φίλιππος.

"Ένα τετράμηνο περίπου. Αλλά τώρα τελείωσε. Ούτε ποτό θέλω, ούτε την δουλειά, ούτε τίποτα. Την οικογένειά μου μόνο. Μόνο αυτό θέλω αδερφέ μου." Δήλωσα

"Και που είναι τώρα;" ρώτησε ο Φίλιππος αφήνοντας μια ανάσα.

"Στο Λονδίνο. Δεν θέλει να με ξαναδεί. Είμαι απαίσιος." Έκλεισα το πρόσωπό μου στις παλάμες μου.

"Εγώ στη θέση σου, ούτε να την κοιτάξω δεν θα μπορούσα." Είπε με μια σκληρή έκφραση.

"Ούτε εγώ μπορώ. Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Ότι ξέφυγα λίγο από το ποτό. Ζήτησα συγνώμη και με συγχώρεσε. Μάλιστα ψάξαμε να βρούμε τι θα έκανε την οικογένειά μας καλύτερη. Σκεφτόμασταν πως ένα δεύτερο παιδί θα ήταν κάτι που θα μας έδινε ζωή. Μετά συναντήθηκα ξανά με εκείνον τον βιομηχανο για να τελειώνω μαζί του. Μας είδε όμως η Λουκία. Δεν δέχτηκε εξηγήσεις. Πήρε το παιδί κι έφυγε." Εξήγησα

"Δηλαδή είναι μια παρεξήγηση κι από όλα τα άλλα σε έχει συγχωρήσει;" ρώτησε ο Φίλιππος με ειρωνεία.

"Ναι. Αλήθεια. Είπε να μείνω μακριά από το παιδί μου κι από την ίδια και πως χωρίζουμε....... Αδερφέ δεν θέλω να διαλυθεί η οικογένειά μου." Είπα με βραχνή φωνή.

"Ηρέμησε ρε. Κάτι θα σκεφτούμε." Είπε και με καθησυχασε.

Τι Γίνεται Με Εμάς; (1,5)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora