Φίλιππος.

140 13 4
                                    

Ξύπνησα ένα ακόμη πρωί. Σήμερα είναι το προτελευταίο μάθημα της εξεταστικης. Τελειώνω σε δύο μέρες. Επιτέλους! Θέλω να γυρίσω Ελλάδα. Στους δικούς μου. Στην χώρα μου. Στους φίλους μου. Καλό το Παρίσι αλλά σαν την Ελλάδα δεν είναι. Κάτι μου λείπει εδώ. Δεν μπορώ να φτιάξω τη ζωή μου. Δεν ξέρω το λόγο. Νιώθω ολοκληρωμένος μα όχι γεμάτος.

Πηγαίνω στο πανεπιστήμιο. Τα θέματα φτάνουν στα χέρια μου. Ευκολακι. Χρησιμοποιώ σελίδες για πρόχειρες πράξεις. Μεταφέρω στην κόλλα αναφοράς τις λύσεις. Κοιτώ το τελευταίο θέμα. Είναι αδύνατον να συμβαίνει αυτό. Αυτό το σύστημα δεν μπορεί να βγει. Αρχίζω τις πράξεις. Δοκιμάζω πολλούς πιθανούς τρόπους. Αρχίζω να σκίζω και να τσαλακωνω τα χαρτιά. Δεν έχω πολύ χρόνο. Γράφω όλους τους τρόπους και δείχνω το αποτέλεσμα που το κάνει να μην ισχύει. Το κυκλώνω πολλές φορές. Τα ελέγχω όλα μια ακόμη φορά. Ο χρόνος τελείωσε. Παραδίδω τη κόλλα μου.

Φεύγω από την αίθουσα. Περπατάω μέχρι την έξοδο του Πανεπιστήμιο.

"Φίλιππε." Ακούω μια γυναικεία φωνή πίσω μου. Νομίζω ξέρω ποιος είναι. Δεν μιλούν πολλοί εδώ μέσα ελληνικά. Γυρίζω και βλέπω την Αρλίντα.

"Αρλίντα." Είπα

"Να μωρέ ήθελα να σου πω...." Είπε καθώς πήγαμε μαζί ως την έξοδο.

"Τι ήθελες να μου πεις;" ρώτησα

"Πότε θα φύγεις;" ρώτησε ενώ Κατευθυνθήκαμε προς τη στάση του λεωφορείου.

"Λογικά μετά το τέλος της εξεταστικής. Σε τέσσερις μέρες." Της απάντησα.

"Τι θα έλεγες να βρισκόμασταν να τα πούμε;" με ρώτησε Γυρίζοντας να με κοιτάξει.

"Θα δούμε. Φιλοξενώ τον αδερφό μου αυτό τον καιρό βλέπεις." Είπα.

"Εντάξει. Δεν υπάρχει πρόβλημα." Είπε και κατάλαβα πως το χαμόγελό της μίκρυνε.

Το λεωφορείο ήρθε. Καθίσαμε σε δίπλα θέσεις. Βάλαμε τα ακουστικά μας. Δύο στάσεις παρακάτω κατεβηκαμε. Τα σπίτια μας ήταν αρκετά κοντά. Εμένα ήταν στη δεξιά πλευρά του δρόμου και της Αρλίντα στην αριστερή.

"Εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας. Θα σε δω μεθαύριο." Μου χαμογέλασε η Αρλίντα.

"Θα τα πούμε." Είπα κι έστριψα. Γύρισα να την κοιτάξω. Γύρισε κι εκείνη. Της χαμογέλασα. Μου χαμογέλασε.

Μπήκα στο διαμέρισμα. Είδα τον αδερφό μου να πίνει καφέ και να κοιτάζει στο άπειρο. Έτσι κάνει. Κάθεται και σκέφτεται τι να κάνει. Δεν ξέρει να κάνει και τίποτα σε αυτό το θέμα.

"Ήρθες;" με ρώτησε καθώς έπεσα δίπλα του και Ξάπλωσα.

"Άγγελε σκέφτεσαι να φύγεις;" ρώτησα

"Όχι. Που να πάω; Δεν έχω σπίτι. Δεν έχω οικογένεια. Τίποτα." Είπε

"Άγγελε αναγκαστικά θα φύγουμε για καλοκαίρι. Η εξεταστική τελειώνει." Του θύμισα.

"Και πρέπει να φύγουμε αμέσως; Κι εσύ....Δεν έχεις τίποτα να σε κρατάει εδώ; " ρώτησε πονηρά

Τον κοίταξα κι έγνεψα " περίπου ".

" Για πες μου....Γαλλίδα;" ρώτησε με πονηρό βλέμμα πάλι

" Όχι. Είναι μισή Ελληνίδα και μισή Βρετανίδα." Είπα

"Καλή;" ρώτησε

"Ξεκόλλα δεν τρέχει κάτι με την κοπέλα." Εξήγησα

"Σου αρέσει;" ρώτησε

"Εμ... Όμορφη είναι." Απάντησα.

"Μωρέ μυαλό έχει ή μπα;" ρώτησε γελώντας.

"Ναι ρε. Από τις καλύτερες στο πανεπιστήμιο." Απάντησα

Αλήθεια είπα. Θαύμαζα πολύ τον τρόπο που δούλευε.

"Εκείνη σου δείχνει να ενδιαφέρεται;" ρώτησε

"Νομίζω." Απάντησα.

"Ε τότε όρμα." Είπε ο Άγγελος.

"Δεν ξέρω ρε αδερφέ." Είπα προβληματισμενος.

"Κοίτα Φίλιππε, δεν γίνεται μια ζωή να μείνεις πίσω στο παρελθόν και κολλημένος εκεί. Προχώρα. Δεν θυμάσαι πριν χρόνια, που κάθε μέρα είχες και διαφορετική;" ρώτησε. Γελάσαμε.

"Τα θυμάμαι." Απάντησα

"Ξαναβρες λοιπόν τον παλιό σου εαυτό." Είπε ο Άγγελος

"Αυτό θα κάνω. Δίκιο έχεις."

Τι Γίνεται Με Εμάς; (1,5)Where stories live. Discover now