Ηλίας.

139 16 12
                                    

Μια ακόμη ημέρα άρχισε εδώ στην όμορφη Θεσσαλονίκη.

Προς έκπληξή μου, η Φαίη είχε ήδη ξυπνήσει. Ήταν στην κουζίνα και μαγειρευε. Χτες το βράδυ ήταν αρκετά κουρασμένη από το ταξίδι της επιστροφής.

"Τι καλό φτιάχνεις;" ρώτησα

"Κοτόπουλο." Απάντησε κι έκλεισε την κατσαρόλα.

Ντύθηκα. Ντύθηκε κι εκείνη. Ήπιαμε  τον καφέ μας.

Πήραμε τις τσάντες και τους φακέλους και φύγαμε από το σπίτι. Οδήγησα μέχρι το σχολείο.

"Ξεκουραστηκες αυτές τις μέρες;" την ρώτησα.

"Φυσικά και σε ευχαριστώ πολύ. Πάω να ξεκινήσουμε πρόβες με τα μικρά τέρατα." Είπε γελώντας. "Θα τα πούμε το μεσημέρι." Πρόσθεσε. Την φίλησα κι Αλλάξαμε κατευθύνσεις.

Προχώρησα και μπήκα στο σχολείο. Έβγαλα φωτοτυπίες και πήγα κατευθείαν στη τάξη. Το κουδούνι δεν χτυπάει ακόμη αλλά εντάξει. Κάνω μερικές αλλαγές στην τάξη. Έχουμε ήδη τελειώσει τα μαθήματα και τώρα πλέον ερχόμαστε και καθόμαστε στο σχολείο.

Ο Ορέστης μπήκε στη τάξη. Είναι πλέον καλός μας φίλος και συνάδελφος.

"Θα κάνετε το παιχνίδι που μου είχες πει;" ρωτάει δείχνοντας την τάξη.

"Έτσι λέω δεν ξέρω αν θα χωρέσουμε." Απαντάω κοιτάζοντας προβληματισμενος την αίθουσα.

"Χωράτε. Έλα να μετακινησουμε τα θρανία" είπε κι αρχίσαμε να τα μετακινούμε.

Πήγαμε να μεταφέρουμε και την έδρα. Πιάνω την μία πλευρά και πιάνει την άλλη. Καρφώνει το βλέμμα μου στο χέρι μου. Μετακινούμε την έδρα.

"Τι είναι αυτό ρε;" Με ρωτάει με ένα πλατύ χαμόγελο.

Χαμογέλασα κι εγώ.

"Αρραβωνιαστήκαμε." Εξήγησα.

"Άντε τώρα καλά στεφανα.  Περιμένω κέρασμα." Γέλασε ο Ορέστης.

"Έλα από το σπίτι όποτε θέλεις. Κι απόψε ακόμη." Είπα

"Κατά τις 8:30;" ρώτησε.

"Έλα τότε."

Το κουδούνι ακούστηκε. Σε λίγο τα παιδιά ήρθαν στην τάξη. Κάθισαν στις καρέκλες.

"Σήμερα όπως καταλάβατε δεν θα χρησιμοποιησουμε θρανία αλλά θα συζητήσουμε και θα παίξουμε." Είπα. Και τα παιδιά κοιτούσαν τα χέρια μου.
Και αυτά. Όλοι με κοιτούν στα χέρια.
"Αλλά πρώτα θέλω να σας κεράσω κάτι." Πρόσθεσα και τους μοίρασα από ένα κέρασμα.

Τι Γίνεται Με Εμάς; (1,5)Where stories live. Discover now