Κεφάλαιο 10

182 11 6
                                    

Καθόμασταν εδώ και ώρα με τα παιδιά σε μια γωνία του πάρτι και παρακολουθούσαμε τον κόσμο να χορεύει και να πίνει. Είχα μετά βίας προλάβει να πιω δύο ποτά αφού υπήρχε υπερβολική κατανάλωση, αντίθετα η Έμιλυ είχε πιει κιόλας εφτά ποτά και χόρευε με τον Ρικ δίπλα μας. Κάποια στιγμή ο Ρικ την άφησε για λίγο και μας πλησίασε.
"Παιδιά θα την πάω στον επάνω όροφο να ξαπλώσει λίγο μπας και ξεμεθύσει. Δεν θα αργήσουμε"είπε.
"Οκ,ριξ'της και λίγο νερό στο πρόσωπο να ξεζαλιστεί"του είπα και μόλις γυρίσαμε να δουμε την Έμιλυ εκείνη είχε εξαφανιστεί!
"Πού στον διάολο πήγε;;;"αναφώνησε ο Ντέιβ κι εγώ έψαξα όλη την αίθουσα με τα μάτια μου μήπως την βρω.
"Ντέιβ δεν την βλέπω πουθενά κι ανησυχώ"είπα κοιτάζοντας τα δυο αγόρια τρομαγμένη.
"Θα ανέβω πάνω να την ψάξω,εσείς χωριστείτε έξω. Οποίος την βρεί παίρνει τηλέφωνο τους άλλους δύο"είπε ο Ρικ και αμέσως χωριστήκαμε.
Προχώρισα προς την πίσω μεριά του σπιτιού όπου βρήκα μια πόρτα η οποία με οδήγησε στην πίσω αυλή του σπιτιού. Εδώ δεν είχε πολύ κόσμο, μόνο κάποιες κοπέλες καθόντουσαν στην πισίνα και φλέρταραν με τα αγόρια. Τους έριξα μια ματιά και αφού δεν είδα την Εμ ανάμεσά τους έφυγα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όσο προχωρούσα τόσο πιο σκοτεινό ηταν το τοπίο γύρω μου,κοιτούσα δεξιά κι αριστερά και το μόνο που έβλεπα ήταν δέντρα και θάμνους. Με την ώρα συνήθιζα όλο και πιο πολύ το σκοτάδι και η όρασή μου γινόταν καλύτερη.
"Εμ;;; Έμιλυ;;;"φώναξα μα δεν πήρα απάντηση.
Συνέχισα να απομακρύνομαι κι άλλο από το σπίτι του Μπόμπι και τα δέντρα γίνονταν πιο πυκνά. Λίγη ώρα αργότερα έφτασα σε ένα μεγάλο στρογγυλό σιντριβάνι, ήταν φτιαγμένο από μάρμαρο ενώ στην κορυφή του υπήρχε ένα επίσης μαρμάρινο ομοίωμα ενός λιονταριού που έριχνε νερό απ'το στόμα. Όσο παρατηρούσα το σιντριβάνι άκουσα έναν θόρυβο και αμέσως πετάχτηκα.
"Έμιλυ;;"ρώτησα δειλά και η φωνή μου έτρεμε.
"Ξένια τρέξε!"με αυτά της τα λόγια δύο άντρες,φανερά μεθυσμένοι, ξεπρόβαλλαν από τους θάμνους και όρμησαν κατά πάνω μου.
Ο ένας με έπιασε από τη μέση και ο άλλος απ'τα πόδια και με έβαλαν πάνω στο πεζούλι του σιντριβανιού.
"Ααα! Βοήθεια! Έμιλυ, βοήθεια!!"ούρλιαξα γνωρίζοντας τι θα ακολουθούσε.
"Έμιλυ πήγαινε να βρείς βοήθεια!"συνέχισα να φωνάζω όμως δεν πήρα απάντηση.
Γύρισα να κοιτάξω την Εμ και την είδα αναίσθητη στο έδαφος ενώ αίματα έτρεχαν από το κεφάλι της."Θεέ μου,Εμ;;;"ούρλιαξα με όλη μου τη δύναμη.
Οι δύο άντρες χωρίς να θορυνηθούν από τις φωνές μου συνέχισαν να με κρατάνε. Άρχισα να φωνάζω βοήθεια ξανά,αλλά το χέρι του ενός προσγειώθηκε με φόρα στο πρόσωπό μου και τα μάτια μου άρχισαν να δακρύζουν.
"Βούλωσέ το μωρή πουτάνα! Όλες έτσι κάνετε στην αρχή αλλά μετά σας αρέσει"είπε ο ίδιος άντρας που με χτύπησε ενώ ο άλλος μου έσκισε το φόρεμα και προσπαθούσε να μου ανοίξει τα πόδια μα αντιστεκόμουν.
"Βοήθεια κάποιος! Σας παρακαλώ βοήθεια"ούρλιαζα ενώ παράλληλα έκλαιγα με λιγμούς.
Ο άγνωστος άντρας κατάφερε να μου ανοίξει τα πόδια και άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά και περίμενα για τον αβάσταχτο πόνο να έρθει, αλλά δεν ήρθε ποτέ. Ακούστηκε μεγάλη φασαρία κι ύστερα η φωνή του ηχούσε στα αφτιά μου.
"Μωρό μου άνοιξε τα μάτια σου,σε παρακαλώ αν πάθεις κάτι δεν πρόκειται να συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου"έλεγε ενώ μου χάιδευε τα μαλλιά.
Εγώ άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα τρομαγμένη,μου χαμογέλασε με ανακούφιση και με αγκάλιασε. Με πήρε στην αγκαλιά του και προχώρησε προς το μέρος του σπιτιού, μετά από αυτό τα βλέφαρά μου βάρυναν και τα πάντα σκοτείνιασαν.
***
Άνοιξα τα μάτια μου και το ενοχλητικό λευκό φως από τις λάμπες φθορίου που υπήρχαν στο δωμάτιο άστραψε μπροστά μου. Έκλεισα ξανά τα μάτια μου ενοχλημένη και μετά από λίγο τα άνοιξα συνηθίζοντας στο φως. Κοίταξα γύρω μου και παρατήρησα οτι βρισκόμουν σε δωμάτιο νοσοκομείου, αναμνήσεις από το περασμένο βράδυ χτύπησαν σαν τρένο το μυαλό μου και εικόνες πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου σαν παλιό φίλμ. Η Έμιλυ, πού να είναι τώρα;;; Να είναι καλά;; Και το κεφάλι της ήταν γεμάτο αίματα! Θεέ μου τι να κάνω;; Αμέσως χτύπησα το κουδούνι που καλούσε την νοσοκόμα και μετά από πέντε λεπτά ήταν μαζί μου στο δωμάτιο.
"Ξυπνήσατε;; Πώς νιώθετε;;"με ρώτησε μια κοπέλα με κόκκινα μαλλιά, πιθανόν κοντά στην ηλικία μου.
"Εε μια χαρά είμαι, η άλλη κοπέλα;;"ρώτησα χωρίς να χάσω ευκαιρία.
"Ποιά άλλη κοπέλα;;"ρώτησε περίεργα.
"Μια όμορφη, ξανθιά κοπέλα με ροζ όμπρε. Έμιλυ την λένε."
"Αα ναι,της κάνουν εξετάσεις για τυχών βλάβες στην περιοχή του κρανίου, είχε χτυπήσει πολύ άσχημα"απάντησε.
"Και πώς παει;;"
"Δεν ξέρουμε ακόμα"ανασήκωσε τους ώμους της.
"Εντάξει ευχαριστώ"απάντησα χαμηλόφωνα.
"Ήρθε κανείς να με επισκεφθεί;;"ρώτησα μετά από λίγο.
"Φυσικά, δύο αγόρια ήταν εδώ όλη νύχτα, νομίζω πήγαν στο κυλικείο"είπε και βγήκε απ'το δωμάτιο.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα προς το παράθυρο,έξω μόλις είχε ξημερώσει και ο ουρανός ήταν πανέμορφος. Ήταν σε ένα λιλά χρώμα με πιο σκούρα μοβ και πορτοκαλί σύννεφα,ενώ ο ήλιος ίσα που φαινόταν. Δύο χέρια τυλήχτηκαν γύρω από τη μέση μου και αμέσως εικόνες από τη χθεσινή νύχτα αναζωπυρώθηκαν μέσα μου. Γρήγορα τινάχτηκα και άρχισα να φωνάζω βοήθεια.
"Άσε με,βοήθεια άφησε με!!"ούρλιαξα και γύρισα να δω ποιός με κρατούσε, προς μεγάλη μου ανακούφιση ήταν ο Ντέιβ.
"Σσσσς μωρό μου,εγώ είμαι, ο Ντέιβ, ηρέμισε"με καθησύχασε και χώθηκα στην αγκαλιά του κλαίγοντας. Μια νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο ταραγμένη μαζί με έναν γιατρό.
"Είστε καλά δεσποινής;;"με ρώτησε ο γιατρός.
"Ν-ναι καλά είμαι"απάντησα με τρεμάμενη φωνή.
"Πρέπει να έχει πάθει κάποιο σοκ από την χθεσινή εμπειρία της,οπότε καλό θα ήταν οι εκπλήξεις να αποφεύγονται"απευθύνθηκε στον Ντέιβ.
"Μάλιστα,καταλαβαίνω. Πότε μπορεί να βγει;"αποκρίθηκε εκείνος.
"Το βράδυ, για να βγουν και οι εξετάσεις της"απάντησε ο γιατρός.
"Ευχαριστούμε πολύ"είπε ο Ντέιβ και ο γιατρός έφυγε με την νοσοκόμα.
Με πήγε μέχρι το κρεβάτι να ξαπλώσω και κάθησε δίπλα μου σε μια καρέκλα.
"Ξένια,πώς είσαι;; Πώς νιώθεις;;"ρώτησε και μου έπιασε το χέρι.
"Κ-καλά"απάντησα χαμηλόφωνα και κοίταξα κάτω.
"Έχεις φάει τίποτα;;"ξανά ρώτησε.
"Όχι, τ-τώρα ξύπνησα"η φωνή μου έβγαινε αδύναμη και τρεμάμενη.
"Να φωνάξω την νοσοκόμα να σου φέρει κάτι να φας;;"
"Δεν πεινάω"ο τόνος της φωνής μου απότομος, δεν ξέρω γιατί.
"Μωρό μου,σίγουρα;;"επέμενε.
"Ναι,είπα δεν πεινάω!"φώναξα σχεδόν και τον κοίταξα στα μάτια.
"Ξε τι συμβαίνει;;"είπε κοιτώντας μέ με ορθάνοιχτα μάτια.
"Τ-τίποτα"απάντησα σιγανά, δεν ξέρω τη μου συμβαίνει, δεν ξέρω καν γιατί φωνάζω. Κοίταξα ξανά χαμηλά και δάκρυα έκαναν την εμφάνιση τους,σιωπή πλημμύρισε το δωμάτιο για λίγα λεπτά.
"Ξένια;"είπε ο Ντέιβ μα δεν γύρισα να τον κοιτάξω,"Ξένια;;Ρε Ξένια;; Ξένια γαμώ το σου μιλάω!"στο τέλος φώναξε σχεδόν κι εγώ άρχισα να κλαίω με λιγμούς. Με χάιδεψε στο κεφάλι και με πήρε αγκαλιά, μετά από λίγο μου σήκωσε το κεφάλι για να τον κοιτάω στα μάτια.
"Ει,σταματά να κλαίς ψυχή μου,με πονάει να σε βλέπω έτσι"είπε και με φίλησε στο μέτωπο.
"Ντ-Ντέιβ, φοβάμαι, φοβάμαι πολύ"είπα μέσα απ'τα αναφιλητά μου.
"Μη φοβάσαι, μωρό μου εγώ είμαι εδώ, δεν θα αφήσω κανέναν να σε αγγίξει. Ποτέ ξανά!"με καθησύχασε.
Μετά από κάποια λεπτά αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά του. Μόνο εκεί μπορούσα να κοιμάμαι ήσυχη και είμαι πλέον σίγουρη, αυτόν τον άνθρωπο τον θέλω στη ζωή μου για πάντα!
***
(Κεφάλαιο θα ανεβάσω ξανά μετά τις 16 Αυγούστου γιατί είμαι διακοπές. Μέχρι τότε Φιλιααα)

You Got Me[ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΚΆ ΑΡΓΕΣ ΑΝΑΝΕΩΣΕΙΣ]Onde histórias criam vida. Descubra agora