Κεφάλαιο 17

97 8 1
                                    


Πήγα πάνω πάλι αλλά η μάνα μου με είπε να γυρίσω σπίτι να ξεκουραστώ. Την άκουσα και έφυγα. Δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι όμως κατευθείαν. Και έτσι πήρα τους δρόμους...

Για καλή μου τύχη πέτυχα τον Φίλιππο στον δρόμο.

<<Γλυκιά μου! Έχω καιρό να σε δω.>> μου λέει και με αγκαλιάζει. Δεν είπα τίποτα, απλά απόλαυσα αυτήν την αγκαλιά που είχα τόσο ανάγκη.

<<Αχ γλυκιά μου, λυπάμαι πολύ για τον αδερφό σου... Στεναχωρήθηκα πολύ όταν το έμαθα. Ελπίζω όλα να φτιάξουν.>> μου λέει και μου χαμογελάει.

<<Και εγώ το ελπίζω καλέ μου Φίλιππε... Και εγώ...>>

Είπαμε τα νέα μας, κάναμε και μια μικρή βόλτα και με γύρισε σπίτι. Μόλις μπήκα μέσα άφησα τα δάκρυα να πέσουν. Ξέσπασα, το είχα ανάγκη. Για τον Δημήτρη, για τον Γιάννη, για την πίεση των πανελληνίων... 

Αφού ξέσπασα μπήκα για ένα αφρόλουτρο, που και αυτό είχα ανάγκη και ύστερα απλά έπεσα για ύπνο.

Ήθελα να περάσω τον δρόμο αλλά απέναντι μου βρισκόταν ο Γιάννης, πρέπει να ήταν μεθυσμένος... Πάει να περάσει όμως δεν βλέπει το αμάξι που περνάει εκείνη την στιγμή και οι αντιδράσεις του ήταν αδύναμες και αργές. Μέτα από αυτό ο Γιάννης ήταν κάτω, γεμάτο αίματα... Φωνές και κλάματα!

Ξύπνησα ιδρωμένη με ταχυκαρδίες και δάκρυα στα μάτια. Ευτυχώς ήταν απλά ένα όνειρο, ένας εφιάλτης... Είναι καλά, πρέπει να είναι καλά!

Η ώρα 4 τα χαράματα...

Όχι δεν είναι ανάγκη να τον πάρεις να δεις αν είναι καλά... Σίγουρα είναι καλά! Σίγουρα είναι καλά, σίγουρα είναι καλά...

Το πρωί ξύπνησα στις 10 και θα πήγαινα στο νοσοκομείο αλλά η μαμά μου δεν με άφησε.

<<Καλύτερα προσπάθησε να διαβάσεις, όσο μπορείς.>> μου είπε και είχε δίκιο.

Και τα κατάφερα και ξεχάστηκα και ένιωσα καλύτερα.

Ακούω την πόρτα να χτυπάει και να μπαίνει η Φανή δειλά δειλά μέσα.

<<Γεια σου φίλη.>> μου λέει και της χαμογελάω απλά. <<Πως είσαι;>> ρωτάει.

<<Προσπαθώ...>> απαντάω. Μου χαμογελάει. Κάτι ήθελε να μου πει, την ξέρω καλά. Παρόλα αυτά απλά κοιταζόμασταν, χωρίς να μιλάμε.

<<Έγινε κάτι;>> την ρωτάω τελικά.

<<Εεε ναι, βασικά όχι κάτι σημαντικό, απλά... να αύριο θα φύγει πάλι, θα γυρίσει Γερμανία...>>

<<Αχα οκ...>> της λέω και γυρνάω και κοιτάω το βιβλίο. Πάλι σιωπή. 

<<Ξες...>>, αυτήν την φορά σπάει αυτή την σιωπή, <<ήταν κομμάτια το βράδυ, κοιμήθηκε στο παγκάκι.>> λέει και ψιλογελάει.

<<Κουλ!>> λέω χωρίς να σηκώσω το βλέμμα μου.

<<Πάντως αν θέλεις να τον χαιρετήσεις προλαβαίνεις.>>

<<Με βλέπεις να θέλω;>> και γυρνάω και την κοιτάω.

<<Τέλος πάντων δεν ήρθα για αυτό. Ήρθα να σε κλέψω για καμία βόλτα.>>

<<Ναι νομίζω πως μου χρειάζεται αυτή την στιγμή.>> ή μάλλον όχι...

Σηκώνομαι, ετοιμάζομαι και φεύγουμε...

<<Που πάμε;>> την ρωτάω γιατί την βλέπω να πηγαίνει σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση αλλά δεν μου απαντάει.

<<Θα μου πεις!;>>

<<Δεν μπορώ.>>

<<Έτσι και έχετε κανονίσει καμία μαλακία με τον Πάνο για να βρεθώ με τον Γιάννη θα σας σκοτώσω και τους 3!>> της λέω και γελάει.

<<Ο Γιάννης τι σου φταίει;>> μου λέει.

<<Άρα αυτό έχετε προγραμματίσει να κάνετε;>>

<<Ούτε καν... Αλλά αλήθεια αν γινόταν αυτό ο Γιάννης δεν θα έφταιγε σε τίποτα.>> μου λέει.

<<Δεν έχει σημασία.>> λέω.

Μέτα από αυτό δεν ξανά μιλήσαμε σε όλη την διαδρομή, μέχρι που φτάσαμε.

<<Για ποιον λόγο με έφερες στο νοσοκομείο;>> την κοιτάω όλο απορία αλλά αυτή είχε μια κενή έκφραση. Τα χειρότερα περνάνε από το μυαλό μου...

Οι τοίχοι ανάμεσα μας. 2Donde viven las historias. Descúbrelo ahora