Addict.

659 78 1
                                    

Άλλη μια μέρα πέρασε.

Άχαρα, συνηθισμένα.

Πιο το κέρδος της ζωής;

Σε καταστρέφει, σε ποδοπατάει.

Το βράδυ δεν άργησε να έρθει.

Ο Juan ετοιμαζόταν να πιεί την δόση του.

Πριν προλάβει χτύπησε το κουδούνι.

«Ποιος διάολος είναι στις δώδεκα τα μεσάνυχτα»

Μουρμούρησε και άνοιξε την πόρτα.

«Ενοχλώ;»

«Όχι, πέρασε»

Ήταν ο Koll.

Παιδικός του φίλος.

Ο μόνος που του είχε απομείνει.

«Πώς είσαι;»

Ρώτησε ο Koll.

«Πως θες να είμαι;»

Απάντησε ο Juan.

«Ρε φίλε ξέρεις κάτι;»

Είπε και έβγαλε ένα σακουλάκι από την τσέπη του.

«Μπράβο ρε, βαρέθηκα να τρυπιέμαι»

Ψιθύρισε με ένα χαμόγελο στα χείλη.

O Juan ήταν εθισμένος, τρελά εθισμένος.

Και έμπλεξε και τον Koll σε όλο αυτό.

«Juan λέω, ξέρεις κάτι;»

Φώναξε ο Koll.

«Τι ρε;»

Ρώτησε ο Juan και ρούφηξε με ευχαρίστηση.

«Πιστεύω πως θα ήταν καλύτερα να έφευγες απο εδώ»

«Τι λές ρε; Τι λές; αυτό το σπίτι είναι όλες μου οι αναμνήσεις, στην κρεβατοκάμαρα μας ακόμα μυρίζει το άρωμά της...»

Ξέσπασε σε λυγμούς.

Ο Κοll σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του να τον παρηγορήσει.

«Ηρέμησε Juan, ηρέμησε»

Τον ταρακούναγε ξανά και ξανά.

«Μην μου λές να εγκαταλείψω αυτό το σπίτι, δεν το αντέχω»

Μονολόγησε και κουλουριάστηκε σαν μικρό παιδί.

Μα ήταν μικρό παιδί,

μια αθώα ψυχή.

Που του έκλεψαν τα όνειρα και ότι αγαπούσε.

JUAN (psychopath) Where stories live. Discover now