...Το γράμμα...{19}

2.7K 235 14
                                    

Ένας έρωτας που δεν έχει την αίσθηση ότι είναι αιώνιος, δεν άρχισε ποτέ.
André Frossard, 1915-1995, Γάλλος πολιτικός και δοκιμιογράφος

Εφιάλτες...

Είχε περάσει ένας μήνας από τότε που η Ρενέ και ο Νόα είχαν αποκαλύψει τα συναισθήματα τους και ήταν ένας πολύ ωραίος μήνας.
Η Ρενέ είχε ένα χαμόγελο συνεχώς χαραγμένο στα χείλη της,η ευτυχία που ένιωθε κοντά στον Νόα και αυτό το μικρό πλασματάκι που μεγάλωνε και μάθαινε μέρα με την μέρα καινούργια πράγματα,ήταν αμέτρητη.Η ευτυχία αυτή δεν μπορούσε να περιγραφεί με λόγια,ότι και να έλεγε λίγο ήταν,όμως στο πίσω μέρος του μυαλόυ της,τα βράδια που ξάπλωνε δίπλα από τον Νόα που κοιμόταν και την κρατούσε στην αγκαλιά του σφιχτά,ένιωθε πως θα ερχόταν η στιγμή που θα τα έχανε όλα.
Θα έχανε τον Νόα,το χαμόγελο του,τα τρυφερά χάδια του,τα γαλάζια μάτια του που φλεγόντουσαν από τον πόθο κάθε φορά που κοιτιόντουσαν και ακόμα πιο πολύ φοβόταν μην χάσει αυτό το μικρό πλασματάκι που είχε αγαπήσει με όλη της την ψυχή.Και ήταν αβάσταχτο να τους χάσει,η σκέψη αυτή της έφερνε ανακατοσούρα.
Έβλεπε την Αμέλια να την χαιρετάει και στο χέρι της να κρατάει την Αλίσια που την κοιτούσε κλαμμένη,να προσπαθεί να ξεφύγει από το κράτημα της χωρίς αποτέλεσμα και έπειτα να τρέχει ο Νόα να σώσει την μικρή του και η Αμέλια να τον παγιδεύει...
Κάθε φορά που έβλεπε αυτόν τον εφιάλτη πεταγόταν ιδρωμένη και τρομαγμένη,όπως τώρα...
Τσίριξε και πετάχτηκε φοβισμένη από το κρεβάτι.Το σώμα της έτρεμε και τα μάτια της δάκρυζαν..
«Μωρό μου;»μουρμούρισε νυσταγμένα ο Νόα και την έσφιξε στην αγκαλιά του δίνοντας της λίγο κουράγιο.
«Πάλι όνειρο;»η Ρενέ ξέσπασε σε αναφιλητά.
Ο Νόα επί κάτι εβδομάδες την έβλεπε που δεν κοιμόταν σωστά και ξυπνούσε τρομαγμένη,αλλά δεν είχε τολμήσει να την ρωτήσει,το μόνο που είχε ξεκλέψει από τα χείλη της ήταν πως έβλεπε έναν εφιάλτη.Εκνευρίστηκε που δεν μπορούσε να την βοηθήσει και την έβλεπε τρομαγμένη συνεχώς.
«Νόα πες μου πως δεν θα φύγεις,δεν θα με αφήσεις,πες μου πως δεν θα χάσω την Αλίσια;»
Είπε μόλις κατάφερε να ηρεμήσει,ο Νόα της χαμογέλασε γλυκά και άφησε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη της σφίγγοντας την πάνω του.
«Όσο ζω δε θα σε αφήσω ποτέ!Μεγάλα λόγια,αλλά θυμάμαι τον παππού μου να μου λέει πως αν ένας έρωτας δεν έχει την αίσθηση πως είναι παντοτινός,δεν είναι έρωτας!»η Ρενέ τον κοίταξε εκστασιασμένη.
«Φοβάμαι μην σε χάσω...»παραδέχτηκε«Νόα...θέλω να μου κάνεις έρωτα..»
Εκείνος της χαμογέλασε και την άρπαξε στην αγκαλιά του δίνοντας διάσπαρτα φιλιά στο πρόσωπο και τον λαιμό της.Πέταξαν τα ρούχα τους ανυπόμονα και ο ένας χάθηκε στον κόσμο του άλλου.
Τα σώματα τους γίνανε ένα,το ίδιο και ο χτύπος της καρδιάς τους.
«Σε αγαπώ Ρενέ..σε αγαπώ περισσότερο και από την ζωή μου.Άργησα να το παραδεχτώ αλλά είναι αλήθεια.»της ψυθίρισε και εκείνη ένιωσε να χάνεται στο παραμύθι που οι δυό τους είχαν δημιουργήσει...
Η επόμενη μέρα ήταν ηλιόλουστη και υπέροχη.Η Ρενέ,μαζί με την Τερίσα διακοσμούσαν το σπίτι για το πάρτι έκπληξη της Αλίσιας,γινόταν πέντε το μικρό πλασματάκι της.
Όλοι είχαν αποφασίσει να της κάνουν έκπληξη και ο Κρις,που πλέον είχε ενταχθεί στην παρέα,την απασχολούσε βγάζοντας την μια βόλτα στο κέντρο της πόλης.
Ο Κρις αποφάσισε να μείνει μόνιμα στην Αδελαϊδα παρά τα ασταμάτητα παρακάλια των γονιών του να μην αφήσει την δουλειά και την ζωή του για ένα αγρόκτημα.Και περιέργος,με τον Νόα είχαν γίνει πολύ φίλοι,κάνοντας τον Μαρκ να παραπονιέται πως τον είχε ξεχάσει.
Η Αλίσια είχε αναπτύξει μια τεράστια αδυναμία στον Κρις και δεν ήθελε κανέναν άλλο,όταν η Ρενέ ή ο Νόα την μάλωναν κατέβαζε το κεφάλι και έβγαινε από το σπίτι πηγαίνοντας στην μικρή γκαρσονιέρα που έμενε ο Κρις και του κλαιγόταν.Εκείνος γελούσε με την ψυχή του και ερχόταν στο σπίτι να τους ζητήσει τον λόγο,με αποτέλεσμα να ξεσπούν όλοι σε γέλια...
«Να στολίσω το πόστερ εκεί;»ρώτησε η Τερίσα και η Ρενέ έγνεψε.
Η Τερίσα με τον Μαρκ είχαν αποφασίσει να κρατήσουν το μωρό και τώρα η Τερίσα βάδιζε στον τρίτο μήνα.Οι γονείς της όταν έμαθαν για την σχέση τους δεν τον πήραν και πολύ καλά,κυρίως ο Πάμπλο γιατί η μάνα της Τερίσα γελούσε υστερικά,τσίριζε πως θα γίνει γιαγιά και τους έστελνε την ευχή της.
Τα πνεύματα ηρέμισαν λίγες μέρες μετά,όταν ο Μαρκ μίλησε στον Νόα,ο οποίος αγκάλιασε τον φίλο του και του υποσχέθηκε πως θα μιλούσε στον εξαγριωμένο Πάμπλο και θα του άλλαζε τα μυαλά του.
«Άστο θα το κάνω εγώ,ξεκουράσου..»της είπε η Ρενέ.
Εκείνη της έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα.
«Μην με κάνεις να νιώθω αβοήθητη και άχρηστη.»
«Δεν χρειάζεται να νιώθεις έτσι...απλά ανυσηχώ.»
«Αυτό είναι το πρόβλημα πως δεν ανυσηχείς μόνο εσύ,πρέπει να δεις πως κάνει η μάνα μου ή ο πατέρας μου που με κοιτάει αυστηρά όταν πάω να βοηθήσω σε μια δουλειά την μητέρα μου.Και ας μην μιλήσουμε για τον Μαρκ,αυτός κάνει σαν χαζό.»οι δύο κοπέλες ξέσπασαν στα γέλια.
«Με το σχολείο τι έκανες;»την ρώτησε η Ρενέ μόλις συνήλθε από τα γέλια.
«Ξέρω θα ακουστεί κάπως,αλλά τα παρατάω,δεν με νοιάζει το μέλλον μου,αγαπώ αυτό το οινοποιοίο και το κτήμα και τα ζώα και όλα,δεν θέλω τίποτα άλλο.Θέλω να μεγαλώσω το παιδί μου εδώ,ανάμεσα στα ζώα και την καθαρότητα της ψυχής των ανθρώπων,με την οικογένεια και τους φίλους μου και κανένα αφεντικό πάνω από το κεφάλι μου,εντάξει ίσως τον θείο μου,αλλά ποιος τον πέρνει στα σοβαρά.»
Η Τερίσα είχε δίκιο,μακάρι να το έβλεπε και η Ρενέ έτσι,όταν ξημεροβραδιαζόταν διαβάζοντας, νομίζοντας πως η ευτυχία και ο έρωτας είναι η δουλειά.
«Έχεις κάνει σωστή επιλογή!»
«Αυτά πες τα στους φίλους μου που με αντιμετώπισαν σαν παρίσαχτη μόλις τους γνώρισα τον Μαρκ και τους είπα πως είμαι έγκυος.Τρελάθηκαν!Ανώριμα,τι περιμένεις!»
Τα δύο κορίτσια χασκογέλασαν και συνέχισαν την διακόσμηση.
Η ώρα πέρασε ευχάριστα,οι δύο γυναίκες γελούσαν και τραγουδούσαν φάλτσα ένα τραγούδι της Amy.
Οι στίχοι του τραγουδιού είχαν τόσο δίκιο,για αυτό εξάλλου ήταν ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια..
Οι δύο άντρες μπήκαν στο σαλόνι και της παρακολουθούσαν να τραγουδάνε,να σκουπίζουν και να γελάνε και η καρδιά τους πετάρησε.
«Αχ,είναι υπέροχες..»μουρμούρησε ο Νόα και ο Μαρκ σήκωσε το φρύδι.
«Μόνο για ένα πήδημα αξίζει αυτή.»προσπάθησε ο Μαρκ να μιμηθεί τον Νόα.Ήταν λόγια που ο ίδιος του είχε πει αρκετό καιρό πριν.
«Ήμουν τυφλός,ψέματα δειλός ήμουν Μαρκ,παραμύθιαζα τον εαυτό μου γιατί δεν ήθελα να παραδεχτώ πως την αγαπάω..»
«Όπα φίλε..βαριά λόγια..»ο Νόα σήκωσε το βλέμμα του πάνω στον Μαρκ έκπληκτος.
«Εσύ πως λες πως αγαπάς την ανηψιά μου;»
«Άλλο εμείς ρε Νόα!Η Τερίσα και εγώ είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο.Η Ρενέ και εσύ...»σταμάτησε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
«Η Ρενέ θα ζει με τις αμφιβολίες και εσύ με ένα φάντασμα του παρελθόντος.Σιγουρέψου για τα αισθήματα σου πριν της πεις αυτό που μου είπες.
Δεν πρέπει να την πληγώσεις,είναι ήδη πονεμένη. »
«Μαρκ...της το είπα,το εννοώ,μου έχει πάρει το μυαλό!Από την στιγμή που την είχα γνωρίσει κάτι είχε αλλάξει μέσα μου.
Είχε φωτίσει μια σκοτεινή πλευρά μου και της είχε δώσει ελπίδα.Ένας θεός ξέρει πόσες μέρες σκεφτόμουν αυτόν τον άγγελο και η Αμέλια δεν σταματούσε να μιλάει για εκείνη και το έκανε ακόμα πιο δύσκολο
Όταν την ξανα είδα έπειτα από ένα χρόνο άναψε κάτι ισχυρό μέσα μου.
Δεν το παραδεχόμουν,όμως τώρα μπορώ,όπως μπορώ να παραδεχτώ πως λατρεύω αυτό το πλασματάκι,μου έχει αλλάξει την ζωή.»Ο Μαρκ είχε βουρκώσει και ο Νόα τον χτύπησε στην πλάτη και τον κοροίδεψε για το πόσο χαζά φερόταν.
«Θα της το πεις;»ψυθίρισε ο Μαρκ λίγο αργότερα...
«Οχι!Θα καταστρέψει την σχέση μας Μαρκ,η Ρενέ δεν πρέπει να μάθει ποτέ,ποτέ τίποτα!»
«Σου ορκίζομαι πως θα το πάρω στον τάφο μου αυτό το μυστικό,αλλά πιστεύω ότι της αξίζει η αλήθεια...»ο Μαρκ σταμάτησε απότομα μόλις είδε την Τερίσα να τους πλησιάζει.
«Καθάρματα,τραγουδάω τόση ώρα σαν χαζό και εσείς μας παρακολουθείτε;Αίσχος!»
Ο Μαρκ άρχισε να γελάει με την αστεία υστερία της Τερίσας και την ακολούθησε στην κουζίνα αφήνοντας τον Νόα μόνο του,χαμένο στις σκέψεις του.Μέχρι που ένιωσε δύο ντελικάτα χέρια να τον αγκαλιάζουν και η καρδιά του γέμισε από αγάπη.
«Τι έχεις εσυ;»τον ρώτησε.
«Τίποτα!»αποκρίθηκε αφήνοντας τις σκοτεινές σκέψεις πέρα.
«Το παιδί σου γίνεται πέντε,φόρα ένα χαμόγελο!»τον πρόσταξε η Ρενέ.
«Έχεις δίκιο...»μουρμούρισε ο Νόα.

«Ρενέ ψάχνω την κούτα με τα άλμπουμ,θέλω μερικές φωτογραφίες,ρώτα τον Νόα μήπως ξέρει που είναι.»η Ρενέ έγνεψε και έτρεξε να τον ρωτήσει.Φυσικά και θα ήταν στο υπόγειο,στο σκοτεινό και φρικαλέο υπόγειο,που η ρενέ μισούσε!
Άναψε το φως και κατέβηκε τις σκάλες.Υπήρχαν κάτι κούτες κλεισμένες με
χαρτοταινία.Άρχιζε να τις ανοίγει μία μία μέχρι που βρήκε τα άλμπουμ.Χαμογέλασε και άνοιξε ένα.Μέσα  σε μια σελίδα υπήρχε ένα παλιό τσακισμένο χαρτί.
Άλλη φορά θα το άφηνε,αλλά της τράβηξε το ενδιαφέρον.
Το άνοιξε με προσοχή και το διάβασε...
Το σοκ και η ανατριχίλα που ένιωσε έκανε τα χέρια της να παραλλήσουν.
Ένιωσε όλα γύρω της να γυρίζουν και έπειτα κενό...

Χεχεχεχεε...τρέχωωωω τρέχωωω να κρυφτώ,γιατί θα φαω βρισίδι πρωτης τάξεος.
Και συγκεκριμένα από πολλές 😂😂😂
Κινδυνεύω κιόλας μην σας πω...
Αυτό ειναι το κεφάλαιο,το επόμενο θα ανέβει γρήγορα με το τι περιέχει το γράμμα αν και είμαι πολύ περίεργη να διαβάσω τις απόψεις σας.
Περιμένω τα σχόλια σας (να ειναι πολλά ελπίζω) και τα ψηφάκια σας❤️❤️❤️
Παω να γραψω την διαθήκη μου!

Σαν το καλό κρασιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora