Κεφάλαιο 1: «Γαβριέλα»

1K 50 10
                                    

Γαβριέλα

Πώς να αισθάνεται άραγε κάποιος που έχει μία κανονική δουλειά σε ένα μονότονο γραφείο με ένα υστερικό αφεντικό να του φωνάζει ολημερίς; Να και κάτι που δεν θα μάθω ποτέ. Εντάξει δεν μπορώ να πω, το υστερικό αφεντικό το έχω. Και για να μην έχω κανένα παράπονο, την έχω και στη δουλειά και στο σπίτι...

Ένας βαθύς αναστεναγμός μου ξεφεύγει και σκεφτόμενη ότι πρέπει να κατέβω στο κομμωτήριο, σηκώνομαι από το κρεβάτι και προχωράω προς την ξεθωριασμένη πόρτα του μπάνιου. Κάποτε είχε ένα απαλό μπεζ χρώμα, αλλά πλέον φαίνεται λες και έχει λευκαιμια. Το χρώμα έχει ξεφλουδίσει και το καφέ ξύλο είναι εμφανές σε διάφορα σημεία πάνω της. Βέβαια, κάπως έτσι μοιάζουν και οι υπόλοιπες πόρτες του παλιού διαμερίσματος.

Μπαίνω μέσα και αποφασίζω να κάνω ένα ντουζ της τελευταίας στιγμής. Αφαιρώ βιαστικά τα ρούχα μου και πατάω μέσα στην μπανιέρα. Ανοίγω το νερό και με γρήγορες κινήσεις δροσίζω το σώμα μου. Τελειώνω και ήδη νιώθω πολύ καλύτερα. Αισθάνομαι φρέσκια και νεανική, όπως θα έπρεπε άλλωστε... Είναι κρίμα που δεν θα μπορέσω ποτέ να διατηρήσω αυτή τη φρεσκάδα για το υπόλοιπο της ημέρας. Είναι σίγουρο ότι μόλις πατήσω το πόδι μου στο κομμωτήριο, η θεία μου θα καταστρέψει κάθε ίχνος ζωντάνιας πάνω μου. Έχει αυτό το μαγικό χάρισμα να σου διαλύει το χαμόγελο στο λεπτό. Ειδικά αν κάποιος αργήσει έστω για ένα λεπτό. Εκεί να δεις τι γίνεται... Το κομμωτήριο μετατρέπεται στην επίγεια κόλαση σου. Δεν σε αφήνει να καθίσεις δευτερόλεπτο κι ας μην υπάρχει κάτι συγκεκριμένο να κάνεις, με αποτέλεσμα να πληρώσεις το ένα λεπτό που άργησες για τα καλά.

Έτσι, τρέχω στο δωμάτιο με μία πετσέτα γύρω από το σώμα μου και, αφού σκουπιστώ, φοράω εσώρουχα, ένα μαύρο κολλητό τζιν και την χαρακτηριστική μωβ μπλούζα του μαγαζιού, στο πίσω μέρος της οποίας αναγράφεται η επωνυμία. «Mandeline's». Τώρα γιατί έχει αυτό το όνομα...κι εγώ δεν ξέρω.

Εφόσον είμαι πλέον έτοιμη, πιάνω τα κόκκινα σα φλώγα μαλλιά μου σε μία ψηλή κοτσίδα και βάζω τα παπούτσια μου. Αρπάζω κινητό, κλειδιά και κατεβαίνω κάτω από τις σκάλες τρέχοντας. Μπαίνω μέσα στο κομμωτήριο και βλέπω τη Δώρα να σκουπίζει. Εκείνη ακούει το -όχι και τόσο- διακριτικό κουδουνάκι της πόρτας και σηκώνει το βλέμμα της να με κοιτάξει.

«Καλημέρα κορίτσι μου. Πώς είσαι σήμερα;» με χαιρετάει με το γνωστό γλυκό χαμόγελό της. Η Δώρα είναι 32 χρόνων, αλλά η εμφάνιση της μοιάζει με 27. Το δέρμα της έχει μία μπρονζέ απόχρωση και τα ίσια πυρόξανθα μαλλιά της φτάνουν ως τους ώμους της. Το μεσαίο της ύψος προσδίδει μία ζεστασιά, την οποία αναδεικνύει ο θερμός χαρακτήρας της. Η Δώρα είναι η μόνη υπάλληλος της θείας μου, την οποία και συμπαθώ... Ανταποδίδω το χαμόγελο και τη χαιρετάω με τη σειρά μου.

Murder at the Mandeline's Donde viven las historias. Descúbrelo ahora