Κεφάλαιο 4: «Επίσκεψη»

345 36 16
                                    

Γαβριέλα

Ανοίγω τα μάτια μου με αργό ρυθμό, καθώς το φως του ήλιου τρυπώνει μέσα από τις ημιδιαφανές κουρτίνες του δωματίου μου και το ξυπνητήρι κουδουνίζει ανελέητα. Παίρνω μία βαθιά ανάσα και ανοίγω τα μάτια μου τελείως κοιτάζοντας το λευκό ταβάνι και πατάω το κουμπί απενεργοποίησης του ξυπνητηριού με δύναμη. Κοιτάζω δίπλα μου και βλέπω το κρεβάτι μου άδειο. Ξεφυσάω και ανακάθομαι ακουμπώντας την πλάτη μου στον τοίχο. Έφυγε πάλι...

Χθες το βράδυ ο Μάνος κι εγώ πήγαμε στο γραφείο του, πήρε τα πράγματά του και στο τέλος καταλήξαμε στο κρεβάτι μου... Όσο και να καταλαβαίνω ότι έχει δουλειά, δεν μπορώ να πω ότι δεν με στεναχωρεί το γεγονός ότι δεν μένει πλέον να ξυπνήσουμε μαζί. Να πιούμε έναν καφέ μαζί σαν άνθρωποι βρε παιδί μου!

Ξεφυσάω για μία ακόμη φορά και αποφασίζω ότι πρέπει να σηκωθώ αλλιώς θα ζήσω άλλη μία καθημερινή κόλαση. Σηκώνομαι και πηγαίνω στο μπάνιο για να κάνω ένα γρήγορο ντουζ και να ετοιμαστώ.

Όταν πλέον έχω τελειώσει, έχω φορέσει εσώρουχα και έχω ξεγνώσει τα μαλλιά μου, βγάζω μια φούστα στυλ κλος σε βαθύ μωβ χρώμα, η οποία φτάνει μέχρι λίγο πιο πάνω από το γόνατο μου. Τη φοράω και αρπάζω από το ράφι της ντουλάπας μου μια από τις πέντε μπλούζες του μαγαζιού. Έχω μια μωβ, δύο μαύρες, μια άσπρη και μια μπλε. Ποικιλία ήθελε η κυρία Αννέτα μας. Παίρνω τη μαύρη και τη φοράω. Κάνω έναν κόμπο στην άκρη της μπλουζάκι λίγο πιο δεξιά από τον αφαλό μου. Φοράω και τα φθαρμένα μου μαύρα converse παπούτσια και πιάνω στα μαλλιά μου σε ένα απλό στεφανακι. Έτοιμη. Ή μάλλον θα βάλω λίγο μεικ απ και λίγη μάσκαρα. Κοιτάζομαι στον καθρέπτη και είμαι ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα.

Βάζω μια δυο σταγόνες άρωμα, παίρνω κινητό και κλειδιά και φεύγω. Κατεβαίνω τα σκαλοπάτια και κάνω από μέσα μου ευχή να έχουμε μία ήσυχη ημέρα σήμερα. Μα κάτι μου λέει πως μόνο ήσυχη δεν θα είναι...

Μπαίνω μέσα στο μαγαζί, όπου βλέπω μόνο την Αννέτα. Τόσο νωρίς ήρθα; «Καλημέρα.» λέω με έναν ουδέτερο και αδιάφορο, όσο μπορώ, τρόπο.

«Καλημέρα. Νωρίς νωρίς σήμερα;» σχολιάζει και η ίδια. Γνέφω απλώς και προχωράω προς τα μέσα, για να αφήσω τα πράγματά μου. «Νόμιζα ότι θα χρειαστεί να σου φωνάξω πάλι μιας και είχες επισκέψεις χθες βράδυ.» συνεχίζει τα σχόλια όλο ειρωνεία. Έλεγα κι εγώ, να μην έβγαλε τα ραντάρ να δει που είμαι;

«Όπως βλέπεις, είμαι εδώ.» της απαντάω με μία δόση ειρωνείας κι αμέσως πηγαίνω μέσα, πριν προλάβει να πει κάτι επιπλέον. Βρίσκω τις στεγνές πετσέτες στα σχοινιά της απλώστρας και τις διπλώνω, αφότου τις μαζέψω. Τις στοιβάζω στα ράφια και κάνω μερικές ακόμα δουλειές.

Murder at the Mandeline's Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin