Κεφάλαιο 17: «Νεκρά τριαντάφυλλα»

223 27 4
                                    

Γαβριέλα

Ο συνδυασμός του θυελλώδους ανέμου και της έντονης βροχής ερεθίζει την ακοή μου και αργά και νωχελικά κινούμαι. Αντιλαμβάνομαι ότι το κεφάλι μου βρίσκεται κάτω από το μαξιλάρι και το βγάζω από πάνω μου με αργές κινήσεις. Ανοίγω τα μάτια μου χωρίς τη θέληση μου, αφού ο πονοκέφαλος και οι εξωτερικοί ήχοι δεν είναι ο πιο ευχάριστος τρόπος να ξυπνά κανείς.

Σμιγω τα φρύδια μου και ακουμπάω την παλάμη μου πάνω στο μέτωπο μου. Πόσο ήπια χθες; Το κεφάλι μου πάλλεται και δεν ξέρω αν θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι. Ο καιρός είναι τέτοιος που με ωθεί να μείνω στο κρεβάτι όλη μέρα. Ωστόσο, πρέπει να σηκωθώ.

Ανακάθομαι στο κρεβάτι μου και τρίβω τα μάτια μου. Τι είναι αυτή η μυρωδιά; Μυρίζει σαν κοκκινιστό κρέας. Έχω χρόνια να μυρίσω αυτή τη μυρωδιά. Μοιάζει με το κοκκινιστό της μαμάς μου. Ασυναίσθητα πιάνω τον εαυτό μου να αγγίζει τα σκουλαρίκια της στα αυτιά μου. Η συνειδητοποίηση ότι κάποιος μπορεί να είναι σπίτι μου, ενώ εγώ δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο, με χτυπάει σαν κεραυνός στο κεφάλι και πετάγομαι σαν σφεντόνα από το κρεβάτι.

Τα πόδια μου ανατριχιάζουν και κοιτάζω προς τα κάτω. Δεν φοράω τίποτα εκτός από μία φαρδιά μπλούζα. Φοράω γρήγορα μία φόρμα και τις παντόφλες μου. Δεν κάνω τον κόπο να ανοίξω το παράθυρο, για να μπει καθαρός αέρας, αφού την ίδια στιγμή που θα το κάνω, το νερό της βροχής θα μπει μέσα. Πιάνω το κινητό μου, το οποίο βρισκόταν στο σκαλιστό κομοδίνο και ελέγχω τι ώρα είναι. Σοβαρά; Έχει πάει μεσημέρι! Εδώ που τα λέμε, λογικό είναι. Δεν ξέρω καν τι ώρα γυρίσαμε από εκείνο το μπαρ. Ούτε που θυμάμαι τι έγινε χθες. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι τον μπάρμαν να μου λέει ότι εκείνο κοκτέιλ είναι το τελευταίο. Όμως, κάτι μου λέει ότι υπήρξαν κι άλλα μετά από αυτό. Εγώ συνήθως θυμάμαι τα πάντα. Πόσο μεθυσμένη ήμουν, για να μην θυμάμαι το μετά; Έφυγα με τον μπάρμαν; Φύγαμε με τα κορίτσια; Έφυγα πρώτη χωρίς να με καταλάβουν; Δεν έχω κλίσεις στο κινητό μου, ώστε να επιβεβαιωθεί κάτι τέτοιο.

Το μάτι πέφτει στην ημερομηνία που αναγράφεται περήφανα στην οθόνη του κινητού μου με μεγάλα λευκά γράμματα. 14 Οκτώβρη. Είναι σήμερα... Ξαφνικά, όλες οι έγνοιες περί της χθεσινής νύχτας μοιάζουν χαζές και ανιαρές μπροστά στη μνήμη της. Ένα βάρος καταπλακωθεί την καρδιά μου και τα βλέφαρα μου χαμηλώνουν. Ο κόμπος στο στομάχι μου καραδοκεί και παίρνω μία βαθιά ανάσα. Σαν σήμερα ήταν. Έτσι έβρεχε και τότε. Δεν θέλω να βγω έξω... Όλα είναι ίδια. Ξάφνου αισθάνομαι δέκα χρόνων. Ένα αβοήθητο παιδί. Κλείνω τα αυτιά μου αγγίζοντας και πάλι τα σκουλαρίκια της και αισθάνομαι το χάδι της πάνω μου. Το κορμί μου σε επιφυλακή, μία ανατριχίλα απλώνεται ως τα άκρα μου. Κλείνω τα μάτια και τα ανοίγω ξανά σχεδόν αμέσως παίρνοντας θάρρος και κουράγιο από εκείνη.

Murder at the Mandeline's Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin