Κεφάλαιο 6: «Βροντές»

283 33 8
                                    

Γαβριέλα

Οι επόμενες μέρες πέρασαν με εμένα να ακολουθώ το ίδιο μοτίβο. Σπίτι, κομμωτήριο, σπίτι Έμμας και πάλι σπίτι. Αυτή η βαρετή καθημερινότητα με σκοτώνει. Ο Μάνος ούτε φωνή ούτε ακρόαση και αρχίζω να είμαι περισσότερο καχύποπτη. Προχθές πέρασα από το γραφείο του και το αφεντικό του δεν με άφησε να τον δω με τη δικαιολογία, πλέον, ότι έχει πολλή δουλειά. Να τη βράσω τη δουλειά όταν έχω να τον δω σχεδόν δύο εβδομάδες. Που θα πάει αυτό το πράγμα; Θα είμαι σε μία σχέση από μόνη μου;

Η Έμμα και ο Δημήτρης μου έχουν βάλει υποψίες, αλλά και να μην ισχύουν, δεν γίνεται να αγαπάει τη δουλειά του περισσότερο από εμένα! Πρέπει να μιλήσω μαζί του και σύντομα... Πολύ σύντομα.

Παίρνω το κινητό μου από το τραπεζάκι του σαλονιού και καλώ τον αριθμό του. Χτυπάει δύο τρεις φορές πριν το σηκώσει.

«Ναι;» ακούω τη φωνή του και προσπαθώ να μην σκέφτομαι ότι μου έλειψε, αλλά ότι εκείνος φταίει για το γεγονός ότι πεθύμησα τη φωνή του.

«Πρέπει να μιλήσουμε. Απόψε.» κάνω τη φωνή μου όσο πιο κόφτη μπορώ, ώστε να ακουστεί η σιγουριά και η αποφασιστικότητα μου.

«Μωρό μου. Αύριο. Σήμερα έχω δουλειά.» μου λέει με μία πιο ήπια φωνή και κάθομαι καλύτερα στον καναπέ.

«Είπα σήμερα. Δεν μπορώ αύριο. Επείγει.» επιμένω περισσότερο.

«Έγινε κάτι;» ρωτάει με περιέργεια και ξεφυσάω. Είσαι και ανήξερος τώρα;

«Ναι. Θα είμαι στο καφέ δίπλα από το γραφείο σου στις οκτώ. Εάν αργήσεις, μην περιμένεις τηλεφώνημα μου ξανά.» του λέω κοφτά και το κλείνω αμέσως. Ουφ! Δεν αντέχω άλλο. Πάντα είμαι η υπάκουη Γαβριέλα, η καλή, αυτή που πρώτα σκέφτεται τους άλλους και μετά τον εαυτό της... Έχει δίκιο Έμμα. Έχει προσπαθήσει πολλές φορές να με κάνει περισσότερο εκδηλωτική. Πιο ετοιμόλογη και θαρραλέα. Βέβαια, έχει αποτύχει όσες φορές έχει προσπαθήσει, αλλά νομίζω πως αυτή τη φορά θα γίνει το θαύμα.

Ξαπλώνω στον καναπέ και εκπνέω με φόρα. Θέλω ένα διάλειμμα από αυτή τη ζωή. Τι ωραία που θα ήταν, αν ήταν η μαμά μου εδώ και μέναμε μαζί κάπου μακριά. Θα ζούσαμε ευτυχισμένες μαζί και θα προστατευάμε η μία την άλλη. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι θα ήταν καλύτερα να με έκλεινε η Αννέτα σε ορφανοτροφείο, όπως και με απειλούσε ότι θα κάνει όταν δεν έκανα ο,τι ζητούσε. Ίσως, να με φρόντιζαν καλύτερα εκεί. Μα σίγουρα, δεν θα συνέβαινε ότι συνέβη. Ήμουν, όμως, δειλή. Πολύ δειλή. Και είμαι. Φοβάμαι να σηκώσω κεφάλι, επειδή νομίζω ότι το παρελθόν δεν είναι τίποτα μπροστά στο μέλλον μου, αν επαναστατήσω. Έστω και τώρα.

Murder at the Mandeline's Donde viven las historias. Descúbrelo ahora