Κεφάλαιο 10: «Η συνάντηση»

265 33 8
                                    

Γαβριέλα

«Και δηλαδή θα έχεις τα ηνία στο μαγαζί τώρα;» με ρωτάει η Δώρα, η οποία στέκεται δίπλα μου με έναν καφέ στο χέρι. Πίνω μία γουλιά από τον δικό μου και παρατηρώ το άδειο μαγαζί. Η Αννέτα λείπει και η νίκη το ίδιο. Για διαφορετικούς λόγους η καθεμία. Η Αννέτα πήγε να πάρει κάτι προμήθειες για το κομμωτήριο και η Νίκη είναι με τον Μάνο. Κάνει φιγούρα τώρα. Λες και με νοιάζει.

«Θα προσπαθήσω έστω. Η αλήθεια είναι πως θα αφήσω την Αννέτα να φαίνεται, αλλά την έχω στο χέρι.» της απαντάω. Ξεφυσάω και πίνω ξανά λίγο καφέ.

Η χθεσινή μέρα ήταν σχετικά χαλαρή. Μετά την ανακοίνωση μου ότι θα κάνω εγώ κουμάντο, πήγα για καφέ με τον Δημήτρη στην καφετέρια που δουλεύει η Έμμα. Συζητήσαμε για διάφορα θέματα και μετά μας συνόδευσε κι η Έμμα.

«Τέλος πάντων.» λέει εκείνη. Γνέφω συγκαταβατικά. «Ο Αλέξης θέλει να μετακομίσουμε.» μου ανακοινώνει ξαφνικά. Την κοιτάζω έκπληκτη. Εάν φύγει εκείνη από εδώ μέσα, θα με φάνε!

«Τι;! Γιατί;» τη ρωτάω.

«Τον στέλνουν με μετάθεση στην Πάτρα σε ένα λύκειο. Είναι πολύ καλό σχολείο και βρίσκεται κοντά στο πατρικό του. Οπότε θα έχουμε έτοιμο σπίτι.» μου εξηγεί.

«Είναι πολύ καλή ευκαιρία. Όμως, που θα φύγεις και θα με αφήσεις;» παραπονιέμαι και γελάει.

«Δεν θα φύγω ακόμα. Όμως, το σκέφτομαι σοβαρά. Ξέρεις... Όλη αυτή η ένταση με επηρεάζει και αυτό δεν αρέσει στον Αλέξη...» κοιτάζει την κούπα με τον καφέ της και της χαμογελάω.

«Έχει δίκιο. Φύγε. Πήγαινε.» την ενθαρρύνω. Θέλω να είναι εκείνη και το παιδί υγιείς. Κι εδώ δεν θα είναι. Το περιβάλλον σε αυτόν τον χώρο δεν είναι το καλύτερο. Ειδικότερα αυτόν τον καιρό. Οι ένταση έχει φτάσει​ σε άλλα επίπεδα. Με κοιτάζει χωρίς να πει κάτι. «Μην μου πεις ότι φοβάσαι να φύγεις, γιατί δεν θα σε πιστέψω.» γελάω ελαφρώς.

«Δεν είναι αυτό. Εσύ;» με ρωτάει με πραγματικό ενδιαφέρον. Η Δώρα είναι πολύ καλός άνθρωπος. Δίκαιος άνθρωπος.

«Εγώ θα είμαι μία χαρά.» τη διαβεβαιώνω και γνέφει διστακτικά.

«Υπό έναν όρο.» μου λέει σοβαρή. Γνέφω θετικά προτρέποντας την να μου πει τον όρο της. «Θα βαφτίσεις εσύ το παιδί. Και θα με επισκέπτεσαι, όπως κι εγώ.» μου ανακοινώνει και χαμογελάω πλατιά. Δεν μου έχει ποτέ κανείς κάτι τέτοιο. Εγώ νονά;

«Σοβαρά;!» Αναφωνώ και την αγκαλιάζω με προσοχή να μην χύσουμε τους καφέδες μας. Γελάει και απομεκρυνόμαστε.

Murder at the Mandeline's Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang