Κεφάλαιο 20:«Γάμος άνευ επιλογής»

218 28 0
                                    

Γαβριέλα

Η Αννέτα, δίχως να την ενδιαφέρει η κατάσταση μου, βγαίνει έξω από το δωμάτιο με περήφανα βήματα. Πόσο μίσος, πόση οργή έχει για εμένα; Γιατί με μισεί τόσο; Της ζήτησα ποτέ να πάρει την κηδεμονία μου; Όχι. Ωστόσο, εγώ ήμουν αυτή που φοβόταν το ορφανοτροφείο. Ήταν ο χειρότερος μου εφιάλτης. Δεν ήθελα να με αφήσει εκεί μέσα. Λίγη τρυφερότητα ζήτησα. Τίποτα παραπάνω. Λίγη αγάπη. Όχι μητρική. Μητρική αγάπη μου είχε δώσει η μαμά μου άπλετη. Δεν μου έλειπε. Το μόνο που ήθελα είναι να αισθάνομαι ότι ανήκω σε μία οικογένεια...

Γαβριέλα αποδέξου το. Θα παντρευτείς έναν άνθρωπο που μισείς. Θα μάθεις να ζεις καθημερινά μαζί του. Δεν θα τον αγαπήσεις ποτέ. Αυτό είναι δεδομένο. Ίσως, και πάλι ίσως, στα εξήντα σου να αισθανθείς ότι δεν θες να τον χάσεις. Ίσως τα χρόνια σε κάνουν να νοιαστείς για την υγεία του πραγματικά. Θα είναι μία αναγκαστική καθημερινότητα. Πρέπει να δείξεις ερωτευμένη και ευτυχισμένη πλάι του. Δεν πρέπει να καταλάβει κανείς τίποτα. Αν καταλάβει κάποιος το παραμικρό, δεν θέλω να φανταστώ τι θα γίνει. Όλα θα καταστραφούν. Οπότε Γαβριέλα σήκω. Έχεις πολύ δουλειά. Πρώτα από όλα, θα πας ήρεμα και όμορφα να δεχτείς την πρόταση του Περικλή. Ύστερα, θα πας ήσυχα να μαζέψεις τα πράγματα σου και να τα πας στο παλιό σου δωμάτιο. Δεν θα είναι τόσο άσχημα. Το πρωί θα καθαρίζεις το σπίτι και το βράδυ θα δουλεύεις εδώ. Δεν θα υπάρχει πολύς χρόνος να βλέπεις την Αννέτα. Εκείνη θα γυρνάει τις περισσότερες ώρες τις ημέρας. Έτσι, δεν είναι τόσο δύσκολο. Θα τα καταφέρεις Γαβριέλα! Είσαι δυνατή!

Σκουπίζω γρήγορα τα μάτια μου και με βιαστικά βήματα πηγαίνω στην τουαλέτα. Σχεδόν έτρεξα, επειδή έξω από το δωμάτιο καθόταν ο Περικλής με τρεις πελάτες. Ούτε που τους πρόσεξα. Το μόνο που πρόσεξα είναι το βλέμμα του να πέφτει αστραπιαία πάνω μου.

Ρίχνω νερό στο πρόσωπο μου καταστρέφοντας περισσότερο το ήδη κατεστραμμένο μακιγιάζ μου. Κοιτάζω στον καθρέπτη και δεν μπορώ να βρω τον εαυτό μου. Βλέπω μία κοπέλα που την πνίγει η νύχτα σιγά σιγά. Τα μάτια μου χάνονται στο μουτζουρωμένο μαύρο της μασκαράς και του μολυβιού ματιών. Τα χείλη μου είναι σχεδόν ανέγγιχτα, αλλά μία ανανέωση τη χρειάζονται. Τα μάγουλα μου...τόσο κόκκινα...

«Ορίστε.» ακούω μία λεπτή και απαλή φωνή. Είναι σαν μελωδία που χαϊδεύει τα αυτιά. Απορημένη να ανακαλύψω σε ποια ανήκει αυτή η όμορφη φωνή, γυρνάω και βλέπω μία ψηλή αδύνατη κοπέλα στην ηλικία μου. Έχει έντονο βάψιμο και το δερμάτινο μαγιό που φοράει καλύπτει στην κυριολεξία μόνο τα απαραίτητα. Τα μαλλιά της μαύρα και κοντά πάνω από τους ώμους. Η φωνή της σίγουρα δεν συνάδει της εμφάνισης της. Εκείνη μου προσφέρει ένα μαντηλάκι και το δέχομαι με ευγνωμοσύνη.

Murder at the Mandeline's Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang