Κεφάλαιο 19: «Η φυλακή»

207 28 13
                                    

Γαβριέλα

Τα μάτια του πετάνε σπίθες και το βλέμμα του με διατάζει να τον συναντήσω έξω. Κατεβαίνω από τη σκηνή και τον ακολουθώ με βιαστικά βήματα, ενώ δύο άλλες κοπέλες ξεκινούν το δικό τους σόου στις στύλους. Ο φωτισμός είναι τόσο σκοτεινός που πρέπει να προσέχω που πατάω με αυτά τα ψηλά τακούνια στα πόδια μου. Όταν βγω έξω ο ψυχρός αέρας του Οκτώβρη χαϊδεύει τα γυμνά πόδια μου κι εκείνος έχει τη γυρτή πλάτη του να με αντικρίζει. Μία μικρή λάμψη φαίνεται από τα μαζεμένα χέρια του και καταλαβαίνω ότι αυτό το ελάχιστο φως προέρχεται από τον αναπτήρα με τον οποίο ανάβει το τσιγάρο του. Γυρίζει και τα βλέμματα μας συναντιόνται. Το δικό του είναι πονηρό και με ύφος ρουφάει τη νικοτίνη αναζητώντας την επίδραση της στα πνευμόνια του.

«Βλέπω αλλάξαμε επάγγελμα;» αναρωτιέται με ειρωνικό τόνο με το δεξί ανασηκωμένο φρύδι του να φουντώνει αυτήν την ειρωνεία. Δεν το κατάλαβα αυτό ύφος... Στενεύω τα μάτια μου και τον κοιτάζω εξεταστικά. Το νοθευμένο από το ποτό μπλε των ματιών του αποκτά μία λάμψη λόγω του θολού φθινωπορινού φεγγαριού. Τα χαρακτηριστικά του είναι πιο χαλαρά και η επιρροή του αλκοόλ είναι προφανής πάνω του. Πόσο να έχει πιει για να πει κάτι τέτοιο;

«Ορφέα; Τι θες εδώ;» τον ρωτάω με αυστηρό τόνο. Το τελευταίο που θέλω να ισχύει είναι να έχει μπλεξίματα με τον Περικλή.

«Άκουσα για τις αλλαγές στο κομμωτήριο της θείας σου και είπα να έρθω μία βόλτα!» μου εξηγεί και ρουφάει λίγο ακόμα από το τσιγάρο του. Αφήνει τον καπνό μπροστά μου και βήχω ελαφρώς. Ποτέ δεν δοκίμασα κι ούτε θα δοκιμάσω το κάπνισμα. Είναι μία από τις πολλές αρρωστημένες συνήθειες του ανθρώπου. Τόσο ύπουλη, αφού πρώτα σε εθίζει, σε βυθίζει στην μεθυστική γεύση του και ύστερα από χρόνια σε καταρρακώνει, σου δείχνει το πραγματικό χαοτικό χαρακτήρα του. Απομακρύνω το πρόσωπο μου από το δικό του και αναπνέω καθαρό, ας πούμε, αέρα. Ο οποίος αέρας με έχε ξεπαγιασει.

«Κατάλαβα. Τώρα μπορώ να πάω μέσα; Έχω παγώσει.» του λέω έως και παρακλητικά. Ο κορσές μόνο ζεστός δεν είναι. Όλα σχεδόν είναι εκτεθειμένα. Πώς να προστατευτώ από το κρύο; Τον βλέπω να βγάζει το τζακετ του και κρατώντας το απλώνει το χέρι του προς το μέρος μου.

«Πάρε. Θέλω να πάμε μία βόλτα.» μου προσφέρει το δερμάτινο μαύρο μπουφάν του, μα διστάζω. Δεν ξέρω αν μπορώ να φύγω έτσι. Και ειδικά με αυτή την αμφίεση. Θα γίνω ρεζίλι. Ναι, πιο πολύ από ότι έχω ήδη γίνει.

Murder at the Mandeline's Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang