Κεφάλαιο 12: «Δημήτρης και Αγγλία»

248 33 9
                                    

Γαβριέλα

Ανοίγω τα μάτια μου πανικόβλητη και πετάγομαι όρθια. Που είμαι; Τι κάνω; Γιατί όλα είναι φωτεινά; Μία χαζή με χτυπάω σαν κεραυνός στο κεφάλι και κάθομαι πάλι στο σκληρό κάθισμα. Ανοιγοκλείνω δυο τρεις φορές τα μάτια μου και συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι στο κομμωτήριο. Το μόνο που θυμάμαι είναι ο Περικλής να με φιλάει, Χριστέ μου ο Περικλής! Τι έγινε; Ποιος ήρθε μέσα; Γιατί δεν θυμάμαι τίποτα παραπάνω; Γιατί βρέθηκα αναίσθητη; Το κεφάλι μου πονάει αφόρητα και δεν κάνω τον κόπο να σηκωθώ. Δεν έχω τη δύναμη να σταθώ όρθια. Η μέρα μου πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο...

«Ξύπνησες;» ακούω μία γνωστή, αυτή τη φορά, αντρική φωνή να με καλεί. Είναι ο Δημήτρης. Είμαι σίγουρη. Τον βλέπω να έρχεται δίπλα μου και εάν ήμουν σε θέση να τον ειρωνευτώ για την χαζή ερώτηση του, θα το έκανα.

«Ναι.» λέω μονάχα και πιάνω το κεφάλι μου.

«Πάρε αυτό.» μου προσφέρει μία διάφανη σακούλα μέσα στην οποία υπάρχουν παγάκια. Τι να τα κάνω; Δεν χτύπησα. Το κεφάλι μου πονάει, επειδή λιποθύμησα. Τίποτα διαφορετικό. Εκείνος καταλαβαίνει ότι προσπαθώ να αντιληφθώ τι συνέβη και ξεφυσάει ηττημένος. Λες και ήταν θυμωμένος και τώρα χαλαρώνει. «Πάρε αυτό και βάλε το στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου. Θα σου εξηγήσω.» μου λέει και δέχομαι τη σακούλα. Την τοποθετώ προσεκτικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, όπως μου είπε και καταλαβαίνω ένα τσούξιμο. Μορφάζω και βρίζω από μέσα μου. Τι σκατα έγινε αυτή τη φορά;

«Πες μου.» τον προτρέπω να μου πει, μόλις νιώσω τη ψύχρα να ανακουφίζει το πρησμένο, μάλλον, σημείο στο κεφάλι μου. Εκείνος κάθεται στο διπλανό κάθισμα και αφού κοιτάξει τα ακόμα ακουρευτα μαλλιά του στον καθρέφτη, γυρίζει προς το μέρος μου.

«Πρώτον. Θα μου εξηγήσεις πρώτη γιατί έκλαιγες. Για να το πάρουμε από την αρχή.» φαίνεται σοβαρός και γνέφω ξεφυσώντας. Έτσι κι αλλιώς θα του το έλεγα. Καλύτερα τώρα. Έχει δίκιο στο να τα πάρουμε από την αρχή.

«Μάλωσα με την Αννέτα. Για την ακρίβεια μου είπε ξεκάθαρα ότι..» κάνω μία παύση. Δεν νιώθω καλά... Παίρνω μία βαθιά ανάσα και συνεχίζω. «Δεν μου ανήκει τίποτα πλέον. Τα χρήματα που μου είχε αφήσει η μαμά μου έχουν γίνει καπνός, για να γλυτώσει το σπίτι μου και το κομμωτήριο, τα οποία η ίδια είχε βάλει υποθήκη. Μπέρδεμα ε;» γελάω πικροχολα μα σύντομα το μετανιώνω, γιατί μορφάζω από τον πόνο στο κεφάλι μου.

«Κάτσε περίμενε. Δηλαδή τα χρέη στον τύπο τον πολλά βαρύ, είναι από τα επιπλέον χρήματα που δανείστηκε, για να τα γλυτώσει;» με ρωτάει και γνέφω καταφατικά. «Μα από ποιον; Υποτίθεται ότι μόνο στον Περικλή χρωστούσε.» προσπαθεί να καταλάβει.

Murder at the Mandeline's Onde histórias criam vida. Descubra agora