Κεφάλαιο 26: «Σβούρες»

198 30 23
                                    

Γαβριέλα

«Τι είπε ο γιατρός;» με ρωτάει τη στιγμή που κλείνω την πόρτα του ιατρείου πίσω μου. Δεν το χρειάζομαι το αναπηρικό αμαξίδιο πλέον, μιας και ο γιατρός φρόντισε με επιδέσμους και με μία παυσίπονη αλοιφή να καταπραΰνει τον πόνο.

«Έκανα κατευθείαν ακτινογραφία και από ότι φάνηκε, έχω ένα σπασμένο κι ένα ραγισμένο πλευρό. Το μόνο που χρειάζεται είναι ξεκούραση...» του εξηγώ και κρατώντας τις εξετάσεις και τις γραπτές οδηγίες του γιατρού του κάνω νόημα να φύγουμε. Η αντίδραση του, βέβαια, είναι ουδέτερη. Δεν μπορώ να καταλάβω πως επεξεργάζεται την απάντηση μου, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν με νοιάζει.

«Κάποιο φάρμακο; Κάτι;» αναρωτιέται και προχωράει μπροστά μου. Τον ακολουθώ χωρίς δυσκολία, αφού προς το παρόν δεν νιώθω να πονάω τόσο.

«Παυσίπονα χάπια μόνο.» του απαντάω και βλέπω το κεφάλι του να κινείται γνέφοντας καταφατικά.

Βγαίνουμε από το νοσοκομείο και κοιτάζω την ώρα στο κινητό μου. Είμαστε εδώ πάνω από μία ώρα και δεν έχω ούτε μία κλίση από την Αννέτα. Ούτε από την Έμμα... Ξεφυσάω και μπαίνω απευθείας στη θέση του συνοδηγού μόλις το αυτοκίνητο είναι ξεκλειδωτο. Δεν θέλω να σκεφτώ τώρα τι θα κάνω με την Έμμα. Δεν θα με συγχωρήσει τόσο εύκολα αυτή τη φορά. Ειδικά αν μάθει το τι μου έκανε ο Περικλής, θα με δέσει σε ένα αεροπλάνο και θα με στείλει μακρυά. Και μετά θα κυνηγάνε πεντακόσιοι νοματεοι. Ευχαριστώ δεν θα πάρω.

Κανείς δεν καταλαβαίνει το βάρος που κουβαλάω. Κανείς δεν μπορεί να δει ότι δεν γίνεται να φύγω από όλους κι από όλα. Δεν γίνεται. Επειδή, ακόμη κι αν το κάνω, όλα θα με κυνηγούν. Ο Περικλής δεν θα αφήσει πέτρα ασηκωτη κι όταν με βρει, τα βασανιστήρια μου θα είναι τρεις φορές χειρότερα...

«Θέλω τον αριθμό σου.» τον ακούω κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της επιστροφής, να μου λέει και σηκώνω το φρύδι μου. Τον κοιτάζω με ερωτηματικό και ξαφνιασμένο βλέμμα. Ώστε θέλει τον αριθμό μου... Ας τον έχει τότε. Όχι, φυσικά, ότι θα μιλάμε σαν τις φιλενάδες και κάθε μέρα.

«Εντάξει.» του απαντάω και παίρνω το κινητό του από τη θήκη πάνω από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου. Το ύφος του τα λέει όλα. Έχει πάρει τα μάτια του από τον δρόμο και με παρατηρεί με έκπληξη. «Τα μάτια σου στο δρόμο.» του κάνω παρατήρηση και ξυπνάει. Κοιτάζει πάλι μπροστά κι εγώ ανοίγω το κινητό του, το οποίο δεν έχει κάποιο κωδικό. Μα καλά, δεν τον νοιάζει μήπως του το κλέψει κανείς; Αφήνω διάφορες σκέψεις στην άκρη και γράφω τον αριθμό μου. Τον αποθηκεύω ως “Γαβριέλα” και κάνω μία αναπάντητη κλίση, για να έχω κι εγώ το δικό του. Έπειτα, αφήνω το κινητό του πάλι εκεί που το είχε τοποθετήσει.

Murder at the Mandeline's Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora