Ε π ι λ ο γ ο ς

285 22 10
                                    

Ξύπνησα άλλη μια μερα, με το φως του ήλιου να χτυπά το πρόσωπο μου.

Βγήκα από τα σκεπάσματα και τέντωσα τους μυς μου. Μια διαφορετική ημέρα ξεκινά και η αδρεναλίνη κυλά παντού μέσα μου.

Χωρίς να χάνω χρόνο απομακρύνω τις πυτζάμες από πάνω μου και τρέχω στο μπάνιο. Πιάνω την οδοντοβουρτσα τόσο βιαστικά που μου γλυστραει και καταλήγει στην νιπτήρα, μέσα σε μια λίμνη νερού. Προφανώς και ξέχασα τη βρύση ανοιχτή.

Πλένω το πρόσωπο μου με παγωμένο νερό ώστε να ξυπνήσω πιο εύκολα.

Μια χαρά.

Βάζω ένα μαύρο τζιν και ένα λευκό μπλουζάκι κάτω από την μάλλινη ζακέτα. Τίποτα από αυτά δεν περιέχει το έμβλημα της Ακαδημίας. Τίποτα δεν με δεσμεύει εδώ μέσα.

Κοιτάω για μια ακόμη φορά, ίσως και τελευταία, το δωμάτιο.

Απλό λευκό, ασφαλής, παγωμένο και όχι δικό μου.

Άλλο ένα δωμάτιο, μα όχι δικό μου.

Γραμμένες αναμνήσεις σε τοίχους που ποτέ δεν ήταν δικοί μου, ποτέ δεν είχαν την υπογραφή μου.

Απολαμβανα να ταυτίζομαι με τα λευκά και μίνιμαλ στοιχεία, που με καθησύχαζαν. Έναν χαρακτήρα που δεν ταιριάζει στη ζωή που θέλω να έχω ως νέο αίμα.

Θα μου φανεί παράξενο να μην ξαναπεσω στο βολικό στρώμα. Να μην διαβάσω στο γραφείο ,δίπλα από την μικρή γλάστρα με το ψεύτικο λουλούδι που για πολλά χρόνια πίστευα πως ήταν αληθινό.

Χαιρετώ κάθε αντικείμενο λες και είναι ζωντανό και μπορεί να με δει να προχωράω στην ζωή μου.


••



Περπατάω στις σκάλες τόσο αργά, που τα άτομα πίσω μου κρατιούνται να μη με σπρωξουν. Αλλά δεν ξέρουν.

Στο ένα χέρι μια βαλίτσα και στο άλλο ένα τυλιγμένο χαρτί.

Κοιτώ το ταβάνι, το πάτωμα, τους τοίχους. Κι άλλοι τοίχοι.

Μπαίνω στην τραπεζαρία που δεν έχει ανοίξει ακόμα, παρόλα αυτά έχει κάποια ψυγεία.

Πιάνω από μέσα ένα σάντουιτς, μια σαλάτα, ένα μικρό πακέτο ριζογκοφρετες, ένα νερό και έναν καφε. Τα βάζω στη δερμάτινη σακα μου και χαιρετώ τις μαγείρισσες, χαρίζοντας το πιο αληθινό χαμόγελο.

"Που πας μικρε;" Ρωτάει μια χαριτωμένη, ηλικιωμένη κυρία που ακόμη δεν έχω μάθει το όνομα της.

Amelie/H.SWhere stories live. Discover now