Αυταπάρνηση

1.1K 149 15
                                    

Η Άρια προσπαθούσε να πείσει τον αδερφό της να την αφήσει να γυρίσει πίσω στον Σεμπάστιαν, όταν ένιωσε έναν έντονο πόνο μέσα της.
Ο Σεμπάστιαν κινδύνευε, το ένιωθε, το διαισθανοταν!
Το μυαλό της πανικόβλητο, την διέταζε να τρέξει κοντά του.

Αγνοώντας τον αδερφό της που της μιλούσε, έτρεξε προς την έξοδο.
Ήταν αποφασισμένη να βρεί τον Σεμπάστιαν, ακόμα κι αν δεν συμφωνούσε μαζί της ο αδερφός της.

Βγήκε έξω απ' το κάστρο, με τον Τζόναθαν να την ακολουθεί και της φωνάζει να σταματήσει.
Άδικος κόπος, είχε πάρει την απόφαση της.
Δεν πρόλαβε να κάνει λίγα βήματα και τότε τον είδε.
Ήταν πεσμένος κάτω, γεμάτος αίματα.
Η καρδιά της σταμάτησε να κτυπά στην θεά του.
Τα μάτια της είχαν θολώσει απ' τα δάκρυα πρίν προλάβει να φτάσει κοντά του.
Έσκυψε από πάνω του και τύλιξε τα χέρια της γύρω του.
Φιλούσε το πρόσωπο του,ενώ παρακαλούσε οτι θεότητα γνώριζε να τον κάνουν καλά.

Εκείνος άνοιξε με κόπο τα μάτια του και την κοίταξε με λαχτάρα.

"Ευτυχώς σε βρήκα" ψιθύρισε με αποκαμωμένη φωνή.

Η Άρια πλησίασε τα χείλη της κοντά στα δικά του και του έδωσε ένα απαλό φιλί.

"Θα γίνεις καλά, αγάπη μου,και δεν θα ξαναχωρίσουμε ποτέ" του υποσχέθηκε ανάμεσα σε λυγμούς.

Τον μετέφεραν μέσα στο κάστρο και ο Τζόναθαν του περιποιήθηκε την πληγή.
Η κατάσταση της υγείας του ήταν άσχημη γιατί είχε χάσει πολύ αίμα,ήταν θαύμα που ήταν ακόμα ζωντανός.
Επί δυο μερόνυχτα είχε πέσει σε βαθύ λήθαργο, ενώ η Άρια δεν είχε φύγει ούτε στιγμή από κοντά του.

Ο αδερφός της την πλησίασε και έβαλε το χέρι του στον ώμο της.

"Είσαι τόσες μέρες αϋπνη και νηστικη,πήγαινε να φας κάτι και να ξεκουραστείς λίγο" της είπε στοργικά.

Η Άρια τον κοίταξε λυπημένη.

"Δεν φεύγω από κοντά του.Κινδύνευσε να χάσει την ζωή του για να με βρεί. Το καταλαβαίνεις; Αγνόησε τον πόνο, την αιμορραγία για να βρεθεί κοντά μου,δεν μπορώ να πιστέψω την αυταπάρνηση αυτού του άνδρα" του είπε με πόνο.

Ο Τζόναθαν την κοίταξε μ' ένα βλέμμα που μέσα του ήταν χαραγμένες οι τύψεις που ένιωθε.
Δεν χρειαζόταν να τον κατηγορήσει η Άρια οτι αυτός έφταιγε για την κατάσταση του Σεμπάστιαν, πρώτος αυτός είχε κατηγορήσει τον εαυτό του.
Οι τύψεις τον κατετρωγαν,ποτέ δεν είχε κάνει κακό σε κανέναν ηθελημένα, ακόμα κι όταν ο θετός πατέρας του(γιατί ο Τζόναθαν δεν ήταν βιολογικός γιος του Ενρίκε Ντραγκομίρ,ο πατέρας της Άρια στον δρόμο του γυρισμού βρήκε ένα πεντάχρονο ορφανό αγόρι, πληγωμένο,πεινασμένο και το πήρε κοντά του.Μεγαλώνοντας ο Τζόναθαν ήξερε πως το έκανε πιο πολύ από τύψεις,αφού οι δράκοι είχαν κάψει το χωριό του,αφήνοντας νεκρούς τους πιο πολλούς κατοίκους και ανάμεσα σ' αυτούς και τους γονείς του.Από τότε μισούσε αυτά τα τέρατα) όταν λοιπόν ο θετός του πατέρας τον εξόρισε απ' το κάστρο ποτέ δεν σκέφτηκε να εκδικηθεί.

Ο Σεμπάστιαν άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε την Άρια μαζί μ' έναν άγνωστο άνδρα, ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι του ψάχνοντας το σπαθί του,ενώ το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω στον άγνωστο.
Η Άρια κατάλαβε τον φόβο του.
Άπλωσε το χέρι της και τον χάιδεψε στο πρόσωπο.

"Ηρέμησε,αγάπη μου,είναι ο αδερφός μου" του είπε με γαλήνια φωνή.

Ο νεαρός βασιλιάς έπιασε το χέρι της και το 'φερε κοντά στα χείλη του,ενώ ανασηκωνε το κορμί του.

"Γιατί;" ψιθύρισε λυπημένος "γιατί έφυγες μακριά μου;" την ρώτησε με σπασμένη φωνή.

Η Άρια με τα μάτια της υγρά από τα δάκρυα που είχαν ήδη αρχίσει να τρέχουν,έπεσε στην αγκαλιά του.

"Δεν σε άφησα με την θέληση μου,θα σου εξηγήσω, θα σου τα πω όλα" του είπε με την ένταση των συναισθημάτων της να πονανε την ψυχή της.

Αυτό κι έκανε,του είπε όλα όσα έζησε απ' την στιγμή που χώρισαν.
Στο τέλος της αφήγησης της ο Σεμπάστιαν σήκωσε τα μάτια και κοίταξε έντονα τον Τζόναθαν, ο οποίος είχε σκύψει το κεφάλι, φανερά λυπημένος.

"Δεν πρόκειται να σε συγχωρήσω ποτέ για τον πόνο που μ' έκανες να περάσω, μπορώ όμως να σε καταλάβω" του είπε ήρεμα.

Ο Τζόναθαν δεν μίλησε, δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει για τον τρόπο που ένιωθε. Θα μπορούσε να τον μισήσει, ακόμα και να τον σκοτώσει, αυτός όμως τον καταλάβαινε, αυτό ηρεμουσε λίγο την ταραγμένη του ψυχή.

Ο Σεμπάστιαν σηκώθηκε όρθιος, πήρε το ξίφος του που ήταν δίπλα του ακουμπισμένο στο κρεββάτι και το έβαλε στην θήκη του.

"Πρέπει να φύγουμε" ανακοίνωσε με έντονο τρόπο.

Η Άρια τον κοίταξε προβληματισμένη.

"Μπορείς να ταξιδέψεις στην κατάσταση σου,έχεις χάσει πολύ αίμα,η πληγή σου..."
Δεν την άφησε να συνεχίσει.

"Πρέπει επιτέλους να τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία, θέλω να μάθω την αλήθεια, δεν αντέχω να σε ξαναχάσω" της είπε με τρόπο που δεν χωρούσε αμφισβήτηση.

Ο Τζόναθαν τους παρατηρούσε που απομακρύνονταν και ευχόταν όλο αυτό να έχει αίσιο τέλος.

Η κατάρα των δράκων #TBA2018Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt