Αδελφική επανένωση

1.2K 156 7
                                    

Η Άρια ξύπνησε νιώθοντας έναν απροσδιόριστο φόβο.
Αισθανόταν το κεφάλι της βαρύ, ενώ το μυαλό της ήταν θολό και μπερδεμένο.
Ίσως να φταίει αυτό το περίεργο όνειρο που είχε δει.
Δεν θυμόταν πολλές λεπτομέρειες αλλά αυτά τα μελιά μάτια είχαν χαραχθεί στην μνήμη της.
Τα γνώριζε αυτά τα μάτια, ήταν σίγουρη οτι κάπου τα είχε ξαναδεί.

Σηκώθηκε με δυσκολία απ' το κρεββάτι, προσπαθώντας να ισορροπήσει το κορμί της όρθιο.
Κοίταξε γύρω της,πανικόβλητη.
Αναγνώρισε με την πρώτη ματιά το δωμάτιο της,στο κάστρο των Ντραγκομίρ.
Όχι, δεν μπορεί να βρισκόταν πάλι εδώ.
Πλησίασε την πόρτα και προσπάθησε να την ανοίξει.
Μάταιος κόπος, ήταν κλειδωμένη.
Γύρισε με δάκρυα στα μάτια και κάθισε πάλι στο κρεββάτι.
Τι έκανε εδώ;
Που ήταν ο Σεμπάστιαν;

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και ένας καστανός,όμορφος άνδρας έκανε την εμφάνιση του.
Η Άρια παρατήρησε το αδύνατο, αλλά γυμνασμενο κορμί του και η ματιά της ανέβηκε στο πρόσωπο του.
Και έμεινε καρφωμένη στα μελιά μάτια του.

Ο άντρας έκανε ένα βήμα προς το μέρος της,ενώ κατέβαζε την κουκούλα της μαύρης κάπας του

Ops! Esta imagem não segue nossas diretrizes de conteúdo. Para continuar a publicação, tente removê-la ou carregar outra.

Ο άντρας έκανε ένα βήμα προς το μέρος της,ενώ κατέβαζε την κουκούλα της μαύρης κάπας του.
Η Άρια σηκώθηκε και στάθηκε με θάρρος απέναντι του.
"Ποιός είσαι;" τον ρώτησε με ένταση.
Το βλέμμα του αγνώστου άνδρα έπεσε με νόημα πάνω της.
"Δεν με θυμάσαι αδερφουλα;" την ρώτησε,ανάσηκώνοντας τα φρύδια του.

Η κοπέλα τον κοιτούσε μπερδεμένη, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη.
Ο άγνωστος την πλησίασε ακόμα περισσότερο.
"Φυσικά,δεν με θυμάσαι.Ήμουν σίγουρος οτι ο πατέρας μας θα σου είχε διαγράψει την μνήμη" της είπε με ψυχρό τρόπο.
"Ασε με να σου θυμησω εγώ" της είπε,ενώ τα χέρια του άγγιξαν τα δικά της.

Αξαφνα μια ανάμνηση της ήρθε στο μυαλό.
Εκείνη παιδί,μαζί μ' ένα αγόρι κάνα δυο χρόνια μεγαλύτερο της να τρέχουν γελώντας στους διαδρόμους του κάστρου.
Αμέσως η εικόνα άλλαξε,τώρα έβλεπε τον άνδρα μπροστά της σε εφηβική ηλικία να λογομαχεί έντονα με τον πατέρα της.
Από το υποσυνείδητο της ξεπήδησε αυτή η σκηνή.
Ο αδερφός της μάλωνε με τον πατέρα τους γι' αυτήν.
Φώναζε με θυμό οτι ποτε δεν θα δεχτεί η αδερφή του να ζεί σαν φυλακισμένη.
Τον εκλιπαρούσε να μην θυσιάσει την ζωή της Άρια για να προστατέψει αυτά τα αιμοδιψή πλάσματα.
Κι όταν είδε την αδιάλλακτη στάση του πατέρα του,τον απείλησε οτι θα την πάρει μαζί του.
Ο καυγάς τελείωσε με τον εξορισμό του αδερφού της απ' το κάστρο.

"Τζόναθαν" ψέλλισε συγκινημένη η Άρια.
Ο άνδρας την κοίταξε με λαχτάρα.
"Αυτοπροσώπως" της είπε προσπαθώντας να σχηματίσει ένα χαμόγελο στα χείλη του.
Την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του.
Είχε δέκα χρόνια να την δεί, δέκα ολόκληρα χρόνια που δεν περνούσε ούτε μέρα που να μην την σκεφτεί.
"Μου έλειψες,αδερφουλα."
Η Άρια δεν μίλησε, ήθελε να πει,και μένα, αλλά πως μπορεί να σου λείπει κάποιος που δεν τον θυμάσε καθόλου;
Τον κοίταξε με περιέργεια στα μάτια.
"Τζόναθαν, τι έγινε; Πως βρέθηκα εδώ;"
"Εγώ σ' έφερα. Λυπάμαι που αναγκάστηκα να σε ναρκωσω, αλλά έπρεπε να σ' απομακρυνω όσο μπορούσα πιο γρήγορα απ' αυτόν τον άνδρα" της απολογήθηκε.
Η Άρια δεν καταλάβαινε τι εννοούσε.
"Τι λες;Δεν κινδύνευα απ' τον Σεμπάστιαν" του είπε με σίγουρη φωνή.
Ο Τζόναθαν κατέβασε το κεφάλι προβληματισμένος.
Δεν ήξερε αν έπρεπε να της πει όλη την αλήθεια.
Δεν γνώριζε και ο ίδιος πόσα απ' αυτά που είχε μάθει ήταν αλήθεια.
"Άκουσε με" ξεκίνησε αργά,μετρώντας την κάθε του λέξη "δεν κινδυνεύεις από τον ίδιο, αλλά από την προφητεία που τον συνοδεύει" συμπλήρωσε με τον πιο σοβαρό του τόνο.
"Τι εννοείς;Εξήγησε μου αμέσως" απαίτησε με πάθος.
"Η κατάρα θα σπάσει μόνο με τον θάνατο σου" της είπε με λυπημένη φωνή.
Η Άρια ξεφυσσηξε αγανακτισμένη.
"Δεν ισχύει κάτι τέτοιο... με τον Σεμπάστιαν νομίζουμε οτι βρήκαμε μια λύση."
Ο αδερφός της,κούνησε το κεφάλι
απογοητευμένος.
"Σκέψου Άρια, είσαι άμεσα συνδεδεμένη μ' αυτά τα πλάσματα, μόνο με τον θάνατο σου θα πάψουν να υπάρχουν."
Η κοπέλα έμεινε να τον κοιτάει αμιλητη.
Τελικά αυτή η ικανότητα που είχε κληρονομήσει απ' τον πατέρα της θα της στοίχιζε την ζωή.
Εκτός κι αν...μια ιδέα καρφώθηκε στο μυαλό της.
"Δεν έχω πια αυτή την ικανότητα, οι δράκοι δεν με υπακούν πλεον" είπε μ' ένταση.
Ο Τζόναθαν την κοίταξε ερωτηματικά.
"Τι είπες;" ψέλλισε σιγανα.
Στο βλέμμα της καθρεφτίζονταν η ελπίδα.
"Δεν ξέρω πως και γιατί, αλλά από τότε που ήρθα κοντά με τον Σεμπάστιαν,οι δράκοι σταμάτησαν να με υπακούν."
Μόλις το είπε αυτό, συνειδητοποίησε τι είχε γίνει!
Ήταν σαν ένα τεράστιο φορτίο να είχε φύγει απ' τους ώμους της.
Είχε επιτέλους σπάσει η δική της κατάρα.

Η κατάρα των δράκων #TBA2018Onde histórias criam vida. Descubra agora