Περιπλάνηση

2K 240 7
                                    

Η νεαρή κοπέλα έτρεχε μες στο δάσος χωρίς να βλέπει που πηγαίνει. Με το μυαλό μπερδεμένο και τα πόδια της να τρέμουν περιπλανιόταν χωρίς προορισμό.
Ήταν η πρώτη φορά που ηταν πραγματικά ελεύθερη,αλλά αυτό αντί να την χαροποιει την φόβιζε.
Ύστερα ήταν κι αυτή η αίσθηση κενού που υπήρχε μες στην καρδιά της.
Δεν ήξερε τι ένοιωθε γι' αυτόν τον άντρα, αλλά αισθανόταν ένα δέσιμο μεταξύ τους.
Η μοίρα της ήταν συνυφασμένη μαζί του.
Μετά από αρκετή ώρα τρεξίματος είχε διανύσει σχεδόν το δάσος.
Τα πόδια της πονουσαν απ' την κούραση.
Ο ήλιος έκανε δειλά την εμφάνιση του,δίνοντας φως γύρω της.
Έκατσε στην βάση ενός γερικου δέντρου για να ξεκουραστεί. Ηταν εξαντλημένη και νηστική, ένοιωθε τις δυνάμεις της να την εγκαταλειπουν.
Σιγά σιγά τα βλέφαρα της άρχισαν να κλείνουν και την πήρε ο ύπνος.
Βρισκόταν πάλι στο κάστρο της,μόνο που δεν ήταν μόνη.
Μια άγνωστη γυναίκα την πλησίασε. Το πρόσωπο της είχε γλυκά χαρακτηριστικά και τα μάτια της γαλάζια στο χρώμα του ωκεανου ανεδυαν μια ζεστασιά που η Άρια ένοιωσε αμέσως μες στην ψυχή της.
Στάθηκε λίγα βήματα μακριά της κοιτώντας την με συμπόνια.
"Μην φοβάσαι,γητευτρια του οίκου των Ντραγκομίρ...η κατάρα δεν θα τελειώσει με τον θάνατο σου. Η μοίρα σου είναι διαφορετικά γραμμένη.Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου" της είπε και εξαφανίστηκε με μαγικό τρόπο,πρίν προλάβει η Άρια ν' αρθρώσει λέξη.
Η κοπέλα ξύπνησε μπερδεμένη.
Τι παράξενο όνειρο ήταν αυτό που είχε δεί!
Ποιά ήταν αυτή η γυναίκα και τι ακριβώς εννοούσαν τα λόγια της;
Το μυαλό της ζαλισμενο δεν ήταν σε θέση να επεξεργαστεί την σημασία του ονείρου.
Σηκώθηκε με κόπο διατάζοντας το σώμα της να προχωρήσει με αργά βήματα.
Είδε μπροστά της έναν χωματόδρομο και σκέφτηκε οτι σίγουρα θα οδηγεί σε κάποιο χωριό.
Τον ακολούθησε χωρίς πολλή σκέψη.
Έπρεπε να βρεί κάπου να φάει και να ξεκουραστεί.
Ξαφνικά άκουσε πίσω της οπλές αλόγου και γύρισε φοβισμένα να δεί ποιός ήταν.
Ο άγνωστος άντρας σταμάτησε ακριβώς δίπλα της και την κοιτούσε εξεταστικα.
"Τι γυρεύεις εδώ ολομόναχη;" την ρώτησε με περίεργο ύφος.
Η Άρια τον κοίταξε με αθώο βλέμμα.
"Χάθηκα" του απάντησε τάχα λυπημένη.
"Που πήγαινες;Δεν ξέρεις οτι είναι επικίνδυνο για μια κοπέλα να τριγυρνά μόνη της;Το μέρος είναι γεμάτο ληστές" της είπε με σοβαρό ύφος.
Τον κοίταξε σιωπηλή.
Η αλήθεια ήταν οτι δεν είχε αναλογιστεί καθόλου τους κινδύνους που διέτρεχε.
"Με απήγαγαν απ' το χωριό μου,αλλά στον δρόμο κατάφερα να το σκασω" του εξομολογήθηκε την μισή αλήθεια.
Το πρόσωπο του αγνώστου άνδρα σκληρηνε.
"Ποιος;" την ρώτησε με ανεξήγητο θυμό.
"Δεν ξέρω ποιοί ήταν και για ποιο λόγο το έκαναν" του είπε ψέμματα.
Δεν τον ήξερε και δεν τον εμπιστευόταν.
"Από ποιό χωριό είσαι;"την ρώτησε μ' ενδιαφέρον.
Τα 'χάσε για λίγο, δεν ήξερε τι να του απαντήσει.
" Είναι μακριά από 'δω...ψάχνω κάποιο μέρος να φάω και να ξεκουραστω γιατί είμαι εξαντλημένη "του είπε αθώα,αφού πήρε πρώτα μια βαθιά ανάσα.
"Έλα μαζί μου,θα σε πάω στο χωριό μου" της είπε και της άπλωσε το χέρι για να την βοηθήσει ν' ανέβει στ' άλογο.
Εκείνη τον κοίταξε διστακτικά.
"Δεν θα σε πειραξω" της είπε με ειλικρινές βλέμμα.
Του έδωσε το χέρι της και ανέβηκε πάνω στ' άλογο.
Σε λιγότερο από είκοσι λεπτά είδε μπροστά της ένα μικρό χωριό.
Περάσανε ανάμεσα από τα στενά σοκάκια με τα χαμηλά σπίτια και σταμάτησαν στην κεντρική πλατεία.
"Εδώ είναι το πανδοχείο του Νόρτον, φτιάχνει τις καλύτερες πίτες" της είπε εύθυμα,βοηθώντας την να κατέβει απ' το άλογο.
Μπήκαν μέσα και η Άρια έριξε μια ματιά γύρω της.
Ο χώρος ήταν ζεστός με λιτή διακόσμηση.
Είδε να τους πλησιάζει έναν εύσωμος,μεσήλικας,με φωτεινό βλέμμα.
"Άντζελο, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω... κατάφερες να συναντήσεις τον βασιλιά Σεμπάστιαν;" τον ρώτησε με εύθυμη διάθεση.
Η Άρια στο άκουσμα του ονόματος ένοιωσε ενα σφίξιμο στην καρδιά.
"Όχι,δυστυχώς, ήταν σε αποστολή μου είπαν"του απάντησε ο νεαρός άντρας.
Ο μεσήλικας κοίταξε την Άρια με περιέργεια.
" Η κοπέλα; "τον ρώτησε δίχως να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της.
" Την βρήκα στον δρόμο,είχε χαθεί "του απάντησε λακωνικά.
Γύρισε προς το μέρος της.
" Μόλις συνειδητοποίησα οτι δεν ξέρω τ' όνομα σου"της είπε χαμογελώντας.
"Άρια" του απάντησε δειλά.
"Εμένα με λένε Άντζελο κι αυτός είναι ο Νόρτον" της είπε δείχνοντας με το βλέμμα του.
Ο εύσωμος πανδοχέας έκανε μια θεατρινίστικη υποκληση,χαρίζοντας της ένα χαμόγελο.
"Χάρηκα για την γνωριμία... στις διαταγές σας ωραία μου δεσποινίς" της είπε γλυκά.
Η Άρια δεν μπορούσε να μην γελάσει στην θεά.
Ο Άντζελο ξεροβηξε,κοιτάζοντας τον αποδοκιμαστικά.
"Νόρτον, σοβαρεψου και φέρε στην κοπέλα κάτι να φαει και ετοίμασε ένα δωμάτιο να ξεκουραστεί" του είπε σοβαρός.
"Αμάν... δεν έχεις καθόλου πλάκα" του είπε δήθεν θιγμένος και κατευθύνθηκε στην κουζίνα.
Ο Άντζελο παρότρυνε την Άρια να καθήσει και στάθηκε απέναντι της.
"Πρέπει να φύγω,χάρηκα που σε γνώρισα" της είπε θερμά.
"Σ' ευχαριστώ για όλα" του είπε κοιτάζοντας τον μ' ευγνωμοσύνη.
Τον είδε να της κάνει μια χειρονομία ευγενείας και να φεύγει.
Το μυαλό της ταξίδεψε στα γεγονότα των τελευταίων ημερών.
Μια εικόνα κυριαρχούσε στην σκέψη της...η μορφή του Σεμπάστιαν.

Η κατάρα των δράκων #TBA2018Onde histórias criam vida. Descubra agora