Αντικρουόμενα συναισθήματα

2.1K 240 3
                                    

Καθώς περπατούσε χαμένος στις σκέψεις του,άκουσε βήματα πίσω του.Γύρισε και είδε τον Κόλιν να τον πλησιάζει.
"Σεμπάστιαν θέλω να μιλήσουμε" του είπε ήρεμα.
Ο νεαρός βασιλιάς κάθησε στην ρίζα ενός δέντρου.
"Σε ακούω, τι θέλεις να μου πεις;" τον ρώτησε με αργή φωνή.
Ο Κόλιν μιμήθηκε την κίνηση του και κάθησε κι αυτός δίπλα του,έτσι ώστε να μπορεί να παρατηρεί το πρόσωπο του βασιλιά του.
"Ολοι μας είμαστε περίεργοι για ποιό λόγο πήρες την μάγισσα μαζί σου" του είπε διστακτικά.
Ο Σεμπάστιαν έσκυψε το κεφάλι μένοντας σιωπηλός.
Υστερα με βλέμμα γεμάτο θάρρος κοίταξε τον σύντροφο του.
"Κόλιν,ξέρεις οτι σε ξεχωρίζω απ' τους άλλους, σε θεωρώ αδερφό μου,γι' αυτό θα σου πώ την αλήθεια.Μόλις αντίκρισα αυτή την κοπέλα...δεν ήταν αυτό που περίμενα...δεν μπορούσα να την σκοτώσω" του είπε διστακτικά.
"Σεμπάστιαν ξέρεις οτι πρέπει η κοπέλα να πεθάνει" του είπε με σοβαρό ύφος.
"Το ξέρω,αλλά δεν μπορώ...μου έσωσε την ζωή, καταλαβαίνεις;" του απάντησε με αγανάκτηση.
Ο Κόλιν έμεινε σιωπηλός.
Τότε ακούστηκαν φωνές,μέσα σ' αυτές ξεχώρισε την φωνή της Αρια που κάτι έλεγε με απεγνωσμένη χροια.
Ετρεξε προς το μέρος της και αυτό που αντίκρισε του έκοψε την ανάσα.
Είδε έναν απ' τους συντρόφους του να έχει υψώσει το ξίφος του και η αιχμηρή άκρη του να ακουμπάει τον λαιμό της Αρια.
Εκείνη τον κοιτούσε με απορία και φόβο ζωγραφισμένα στο πρόσωπο της.
"Κατέβασε αμέσως το ξίφος σου,Τζέικομπ" του φώναξε με οργή.
Ο Τζέικομπ, ένας άνδρας γύρω στα σαράντα με μαυριδερό δέρμα και μάτια μαύρα σαν τον έβενο, γύρισε χωρίς να κουνήσει το χέρι του και τον κοίταξε.
"Δεν ξέρω τι μάγια σου έκανε και δεν την σκοτωσες,αλλά αφού δεν μπορείς εσύ,θα το κάνω εγώ" του είπε με σκληρό τόνο.
Ο Σεμπάστιαν τον αγριοκοιταξε.
"Κατέβασε το σπαθί ΤΩΡΑ,σε διατάζω" του είπε με ένταση.
Ο μελαχροινός άνδρας τον κοίταξε με οργή και πόνο συνάμα.
"Το αίμα της γυναίκας μου ζητάει δικαίωση" του είπε με φωνή που έτρεμε.
Το πρόσωπο του νεαρού βασιλιά άλλαξε όψη,ο θυμός αντικαταστάθηκε από συμπόνια και πόνο.
Την γνώριζε την γυναίκα του Τζέικομπ. Το πρόσωπο της καλοσυνάτης Σόνια ήρθε στο μυαλό του.Αυτή η γυναίκα ήταν η χαρά της ζωής,ο αισιόδοξος τρόπος που έβλεπε τα πράγματα,έκανε τους πάντες γύρω της να την λατρεύουν.
Ο Τζέικομπ ήταν τρελλα ερωτευμένος μαζί της,ήταν πέντε χρόνια παντρεμένοι και λάτρευαν ο ένας τον άλλο. Θυμήθηκε εκείνη την μοιραία μέρα πριν δύο χρόνια που οι δράκοι της στέρησαν την ζωή. Τον οδυρμο του Τζέικομπ στην είδηση του χαμού της.Τον καταλάβαινε τον Τζέικομπ, αν και ο ίδιος δεν είχε ερωτευτεί ποτέ του,ένοιωθε τον πόνο απ' τον χαμό ενός αγαπημένου προσώπου.
"Η εκδίκηση δεν είναι λύση. Πίστεψε με,ούτε η Σόνια θα ήθελε να κάνεις κάτι τέτοιο" του είπε με ήρεμη φωνή.
Ο άλλος άνδρας κατέβασε με αργό ρυθμό το σπαθί του.Κατέβασε το κεφάλι για να μην δουν το δάκρυ που ηταν έτοιμο να τρέξει απ' τα μάτια του.
Ο Σεμπάστιαν τον πλησίασε με σταθερά βήματα και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του συντρόφου του,δίχως να του πει τίποτα.Ηξερε οτι ο Τζέικομπ δεν ήθελε ν' ακούσει λόγια παρηγοριάς.
Υστερα η ματιά του έπεσε στην κοπέλα που στεκόταν φοβισμένη λίγα βήματα μακριά του.
Τα βλέμματα τους ενώθηκαν,καθώς κι εκείνη τον κοιτούσε ήδη με μάτια γεμάτα ευγνωμοσύνη.
Μέσα του ένοιωθε έναν πόλεμο να μαίνεται. Ηθελε να της πεί πως δεν θα άφηνε κανέναν να της κάνει κακό, αλλά πως να το κάνει αυτό,αφού από τον θάνατο της εξαρτούνται χιλιάδες ζωές.
Γύρισε να φύγει, μπερδεμένος και αναποφάσιστος.
Ακουσε βήματα πίσω του και γύρισε απότομα.
Αντίκρισε την Αρια να τον κοιτάει με ένταση στο βλέμμα.
"Θέλω να σου μιλήσω" του είπε με αποφασιστικό τόνο.
"Σε ακούω" της απάντησε κοφτά.
"Θέλω να μάθω γιατί όλοι σας με κοίτατε με μίσος.Τι σας έχω κάνει;" τον ρώτησε με απόγνωση στην φωνή της.
"Δεν ξέρεις, γητευτρια των δράκων;"την ρώτησε με ειρωνικό ύφος.
" Οχι,γι' αυτό περιμένω να μου εξηγήσεις "του απάντησε με θυμό.
" Ωραία λοιπον.Οι κάτοικοι του βασιλείου μου υποφέρουν χρόνια ολόκληρα από τις επιθέσεις των τεράτων σου"της είπε οργισμένα.
Ενοιωσε το αίμα της να βράζει από θυμό.
"Λυπάμαι για τον λαό σου,αλλά δεν είμαι εγώ υπεύθυνη για τις πράξεις τους" του φώναξε με ένταση.
"Μπορείς να επικοινωνεις μαζί τους,αυτά τα τέρατα κανουν οτι τους λες.Πως μπορείς να ισχυρίζεσαι οτι δεν είσαι εσύ υπεύθυνη;" της είπε με οργή.
"Δεν ξέρεις τίποτα για μένα, γι' αυτό μην με κατηγορεις" του απάντησε με κατακόκκινο πρόσωπο από θυμό.
Ο Σεμπάστιαν την κοίταξε με μάτια που πετούσαν σπίθες, ενώ πλησίασε πολύ κοντά της.
"Η κατάρα των δράκων ξεκίνησε από την οικογένεια σου" της είπε ενώ το χέρι του κρατούσε με δύναμη τον καρπό της.
Εκείνη τράβηξε απότομα το χέρι της.
"Δεν ξέρω τι εννοείς" του είπε κοφτά.
"Ο πρόγονος σου ο Ντραγκομίρ καταράστηκε το βασίλειο μου" της εξήγησε πιο ήρεμα.
Λυπάμαι,αλλά πίστεψε με δεν φταιω εγώ. Μπορώ να επικοινωνήσω με τους δράκους αλλά δεν γνωρίζω τι κάνουν όταν είναι μακριά μου"του είπε με απολογητικό ύφος.
Ο Σεμπάστιαν την κοίταξε με παρατεταμένο τρόπο στα μάτια.
"Φύγε... φύγε να σωθείς" της είπε.
Η Αρια δεν μπορούσε να καταλάβει τι της έλεγε και τον κοιτούσε σαν χαμένη.
"Η κατάρα θα λυθεί μόνο με τον θάνατο σου" της είπε με απόγνωση.
Η κοπέλα δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που της είχε μόλις πει.
Πισωπατησε με τρεμάμενα πόδια.
"Φύγε Αρια,μην μ' αναγκάσεις να κάνω κάτι που δεν θέλω...φύγε όσο μπορείς ακόμα" της είπε με ένταση.
Εκείνη τον κοίταξε για λίγο στα μάτια και ύστερα γύρισε και άρχισε να τρέχει.
Ο Σεμπάστιαν την είδε να χάνεται μες στο δάσος.
Ενοιωσε κάτι να ραγίζει μες στην καρδιά του.
"Εκανες το σωστό" μονολογησε θλιμμένος.

Η κατάρα των δράκων #TBA2018Donde viven las historias. Descúbrelo ahora