Στον δρόμο της αναζήτησης

1.1K 153 3
                                    

Ο Σεμπάστιαν όσο σκεφτόταν την απαγωγή της αγαπημένης του,ένιωθε λες και του είχαν ξεριζώσει την καρδιά με βίαιο τρόπο.
Πόνουσε,αλλά αυτός ο πόνος του έδινε δύναμη να συνεχίσει.
Έπρεπε να συνεχίσει, έπρεπε να την βρεί.

Κάλπαζε δυο ολόκληρες μέρες χωρίς σταματημό.
Ώσπου μπροστά του είδε ενα χωριό.
Σταμάτησε στο πανδοχείο για να ποτίσει το άλογο του και να το ξεκουράσει λίγο, αν συνέχιζε μ' αυτό τον ρυθμό, πολύ γρήγορα θα έπεφτε κάτω απ' την εξάντληση και την αδυναμία.

Μπήκε μέσα,περνώντας την βαριά ξύλινη πόρτα.
Τα βλέμματα όλων όσων βρίσκονταν μέσα στράφηκαν πάνω του.
Από την αντίδραση τους συμπέρανε οτι δεν έρχονταν συχνά ξένοι στο χωριό.
Σκέφτηκε πως αν είχε περάσει από 'δω ο άγνωστος άνδρας με την Άρια, σίγουρα θα τον είχαν προσέξει οι κάτοικοι.
Πλησίασε τον πάγκο για να ρωτήσει τον πανδοχέα.
Είδε μπροστά του έναν μικροκαμωμένο, στρουμπουλο άνδρα γύρω στα πενήντα.
Ο οποίος τον καλωσόρισε μ' ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά.
Ο Σεμπάστιαν αφού κανόνισε τροφή και πότισμα για τ' άλογο του,παρήγγειλε κάτι να πιεί.
Μόλις ο πανδοχέας του έφερε το ποτό του,ο νεαρός βασιλιάς του έκανε την ερώτηση που τον έκαιγε με την ελπίδα να είχε σταθεί τυχερός.
Και όντως ήταν!
Ο ευδιαθετος πανδοχέας ήταν και εξαιρετικά κουτσομπολης.
Του είπε πως την προηγούμενη μέρα πέρασε από εκεί μια άμαξα με έναν μαυροφορεμένο καβαλάρη, η οποία κατευθυνόταν προς την γη των δράκων.
Ο νεαρός βασιλιάς για πρώτη φορά μετά από τόσες μέρες ένιωσε μια αχτίδα ελπίδας μες στην καρδιά του.
Επιτέλους είχε μια πληροφορία και ένιωσε ανακούφιση που ήξερε επιτέλους που να ψάξει.

Στο μυαλό του υπήρχαν χιλιάδες ερωτηματικά.
Ποιός την είχε απαγάγει;
Γιατί να κατευθύνονται προς την γη των δράκων;
Περίμενε λίγη ώρα μέχρι να ετοιμαστεί τ' άλογο του και βγήκε έξω με γρήγορα βήματα.

Ξαφνικά πετάχτηκαν μπροστα του δυο γεροδεμένοι τύποι με γλοιώδη χαρακτηριστικά.
Ο Σεμπάστιαν τους κοίταξε διερευνητικα.
Αναγνώρισε αμέσως το είδος τους.Ήξερε τις προθέσεις τους.
Πριν προλάβουν να του μιλήσουν, σήκωσε το κεφάλι και τους κοίταξε μ' ένταση στα μάτια.

"Πετυχατε λάθος άνθρωπο,δεν έχω πάνω μου τίποτα πολύτιμο για να κλεψετε.Γι' αυτό κάντε χάρη στον εαυτό σας και εξαφανιστείτε από μπροστά μου, αν θέλετε την μίζερη ζωή σας"τους απείλησε με σταθερή φωνή.

Οι δυο άντρες κοιταχτηκαν μεταξύ τους και τον πλησίασαν ακόμα περισσότερο με τα στιλέτα τους στο χέρι.
Ο Σεμπάστιαν τράβηξε με μιας το σπαθί του,ξεφυσσωντας οργισμένος,με την άθλια αυτή συνάντηση.
Αυτή την στιγμή το τελευταίο που ήθελε ήταν να παλεύει στην μέση του δρόμου με δυο αλήτες, ενώ θα έπρεπε να πάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε κοντά στην Άρια.

Περίμενε την επίθεση τους,που δεν αργησε να 'ρθει.
Ο ένας απ' αυτούς του όρμησε με μια γρήγορη κίνηση και το στιλέτο του πέρασε ξυστά από το πρόσωπο του νεαρού βασιλιά.
Ο Σεμπάστιαν πισωπατησε με χάρη, ενώ με μια επιδέξια κίνηση αφόπλισε τον ληστή.
Το σπαθί του τώρα ακουμπούσε απειλητικά τον λαιμό του άνδρα.
Για κακή του τύχη όμως,όση ώρα ήταν απασχολημένος με τον ένα ληστή, ο άλλος με μια αιφνιδιαστική κίνηση πέρασε το στιλέτο του κάτω απ' τα χέρια του Σεμπάστιαν και το έμπηξε στο πλαϊνό μέρος της κοιλιάς του.
Ο πόνος ήταν αφόρητος,αλλά δεν ήταν αρκετός ώστε να νικήσει την θέληση του Σεμπάστιαν.
Με μια σβελτη κίνηση που δεν πρόλαβαν ούτε να δουν οι δυο ληστές,κτύπησε με την λαβή του ξίφους του τον ένα στο πρόσωπο,
ενώ καρφώθηκε με δύναμη στο σώμα αυτου που τον είχε τραυματίσει.

Ο Σεμπάστιαν κοίταξε με αηδία τα δυο πεσμένα κορμιά τους και κρατώντας με δύναμη την πληγή του που αιμορραγούσε, κατευθύνθηκε προς τον σταύλο.
Ανέβηκε πάνω στ' άλογο του και κάλπαζε με μανία.
Η πληγή του πονουσε και αιμορραγούσε ακατάπαυστα, αλλά δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην λαχτάρα του να ξαναντικρισει την αγαπημένη του.
Πολλές φορές στον δρόμο, ένιωθε μια αφόρητη ζάλη, αλλά συνέχιζε.
Ώσπου επιτέλους έφτασε έξω απ' το κάστρο του άρχοντα Ντραγκομίρ,στην γη των δράκων.
Και τότε όλα σκοτείνιασαν...
Οι αισθήσεις του τον είχαν προδώσει.

Η κατάρα των δράκων #TBA2018حيث تعيش القصص. اكتشف الآن