Η ποια του τον περιμένει?

98 7 1
                                    

Κοιτάζω προς το παράθυρο του δωματίου και έξω είναι αρκετά σκοτεινά. Τι ώρα να πήγε? Κοιτάζω το μικρό ρολόι που είναι κρεμασμένο στον τοίχο. 21:00. Πόσες ώρες κοιμάμαι? Ακόμα και τραυματισμένη σαν αρκούδα πέφτω σε χειμερία νάρκη. Έλεος.

"Βρε βρε βρε, αποφάσισες να ξυπνήσεις?", ακούω τη φωνή της Νίκης δίπλα μου και την κοιτάζω ξαφνιασμένη. "Με τρόμαξες χαζή", της λέω και το ύφος της σοβαρεύει απότομα. "Εσύ να δεις πόσο με τρόμαξες", μου λέει και στη συνέχεια χαμογελάει ανακουφισμένη.

"Είναι αργά! Γιατί δεν πας σπίτι σου?", την ρωτάω. "Είπα στους γονείς σου να πάνε για ξεκούραση και έκατσα εγώ μαζί σου. Δε θέλω να σε αφήσω μόνη", μου λέει η κολλητή μου και της χαμογελάω.

"Όταν έγινε το ατύχημα, που πήγαινες?", με ρωτάει ξαφνικά η Νίκη. "Έφευγα από το σπίτι του Γιώργου και πήγαινα στον Στέφανο για φαγητό", της απαντάω ήρεμα και εκείνη φρικάρει λίγο αλλά προσπαθεί να το κρύψει.

Δεν θα την ρωτήσω γιατί πήρε αυτή την έκφραση. Μπορεί και να είναι η ιδέα μου. Φαίνεται το ατύχημα με έχει επηρεάσει στο κεφάλι υπερβολικά. Δεν έχω δυνάμεις να ανοίξω κουβέντα. Ωχ! Ο Στέφανος! Άραγε αναρωτήθηκε γιατί δεν πήγα? Αποκλείεται. Τόσες γκόμενες έχει να ασχολείται.

Βλέπω την Νίκη να κοιτάζει αφηρημένη το πάτωμα. Δε πάει καλά αυτό το κορίτσι. "Θέλει γυάλισμα το παρκέ ε?", την ρωτάω για να την κοροϊδέψω. Εκείνη με κοιτάζει με το γνωστό ψεύτικο άγριο ύφος της και γελάω. "Βρε άντε να χαθείς! Άντε να χαθείς!", μου λέει και ξεσπάμε σε γέλια.

"Το μεσημέρι ήταν εδώ και αυτός ο Στέφανος", μου λέει και δεν μπορώ να κρύψω το ξάφνιασμα μου. "Ποιος τον ειδοποίησε?", την ρωτάω ώστε να μάθω λεπτομέρειες. "Βασικά αυτός ειδοποίησε τους γονείς σου και οι γονείς σου πήραν εμάς. Εκείνον πήραν πρώτο από το νοσοκομείο. Βρήκαν κάποιες αναπάντητες κλήσεις του στο κινητό σου", μου λέει η Νίκη και μένω λίγο κάγκελο.

Πάμεεε τώρα χορεύουμεεε...Αναπάντητες κλήσεις παντουυυυ ουυυ ουυυ...Παίρνωω μες το βράδυυ στο σκοτάδιι μα κανένα αγάπης σημάδι....Δώσεεεε......Οπα για μισό. Ας σοβαρευτούμε λίγο. Δεν έγινε και κάτι. Επίπεδοοο! Χμμ, άρα ανησύχησε το βλαμμένο. Μμμ μάλισταα! "Ααα μάλιστα", λέω χαλαρά προσπαθώντας να το παίξω αδιάφορη.

Η Νίκη με κοιτάζει με αυτό το ειρωνικό χαμόγελο που φανερώνει πόσο καλά με ξέρει. "Παλιοσκροφίτσααα, άμα σε πιάσω εγώ θα δεις", μου λέει και κοιτάζω το ταβάνι. "Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μου μιλάς", το παίζω ανήξερη αλλά δεν τα καταφέρνω για πολύ και ξεσπάω σε γέλια.

Για στάσου λίγο...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora