Τα μάτια της ξαφνικά άνοιξαν. Οι κόρες των ματιων της είχαν διασταλεί τόσο πολύ, που έμοιαζαν με μαύρες πανσέληνοι στη μέση ενός γαλανού ουρανού.
«Νταϊάνα;», μουρμούρισε σιγανά ο Ντόνοβαν προσπαθώντας να την επαναφέρει αργά στην πραγματικότητα. Οι μαύρες πανσέληνοι μίκρυναν, ζωντάνεψαν και επικεντρώθηκαν στα γκρίζα δικά του με φόβο και απορία.
«Κύριε...Ντόνοβαν;», ψέλλισε αδύναμα η Νταϊάνα.
«Νιώθεις καλύτερα; Προσπάθησε να ανασηκωθείς», της είπε σοβαρά εκείνος. Αναρωτιόταν γιατί δεν είχε έρθει ακόμα κανένας. Δεν μπορούσες να εμπιστευτείς κανέναν νέο σε αυτήν την εποχή πλέον.
Η Νταϊάνα πίεσε με την παλάμη της το κρόταφο της. Η έντονη ζαλάδα είχε υποχωρήσει κάπως μα αυτό που την καθησύχαζε είναι το γεγονός ότι η ψυχή της ηρέμησε. «Πονάει λίγο το κεφάλι μου. Αλλά μην ανησυχήτε, είμαι καλά. Συγγνώμη για την αναστάτωση που προκάλεσα», και πρόσθεσε ντροπαλά. «Μάλλον είναι απο χθεσινό ξενύχτι». Μάζεψε τα νωπά μαλλιά της σε μια χαμηλή αλογοουρά. Στην πραγνατικότητα δεν την πονούσε λίγο το κεφάλι, αλλά την πέθαινε. Πόσο ενοχλητικός είναι ο πόνος. Πόσο πονάει ο πόνος. Γιατί πρέπει να πονάνε οι άνθρωποι; Ίσως για να θυμίζει στους ανθρώπους ότι δεν είναι αθάνατοι αλλά τρωτοί μπροστά στο θάνατο. Ο πόνος θυμίζει στους ανθρώπους ότι δεν είναι τίποτα άλλο εκτός από δημιουργήματα από χώμα και νερό. Είδε τον άνδρα να ξύνει προβληματισμένος το κεφάλι του και να απομακρύνεται απο εκείνη. Στο μεταξύ την είχε βοηθήσει να καθήσει στην καρέκλα της.
«Τι ένιωσες ή τι είδες;», ρώτησε ενώ έψαχνε κάτι στα κλειδωμένα συρτάρια του γραφείου του.
Την παραξένεψε η ερώτηση του μα δεν μπήκε στον κόπο να κάτσει να το αναλύσει περαιτέρω. «Εεε...τίποτα. Απλώς...», σταμάτησε για μια στιγμή να το σκεφτεί. «Το σκοτάδι έμοιαζε να θέλει να με καταπιεί. Είναι λίγο περίεργο αλλά ένιωσα σαν να ήθελε να μου ρουφήξει την ψυχή. Ναι ξέρω είναι ανόητο και χαζό»
«Τίποτα δεν είναι ανόητο ούτε χαζό», απάντησε αφηρημένα ο Ντόνοβαν. «Να το!», αναφώνησε κοιτάζοντας ικανοποιημένος ένα μικρό γκρι κουτάκι. Δεν υπήρχε καλύτερη κρυψώνα από εδώ, ποιός θα σκεφτόταν να ψάξει εδώ; Ύστερα έστρεψε την προσοχή του ξανά στην Νταϊάνα. «Σου έχει ξανασυμβεί;»
«Να λιποθυμήσω; Όχι πρώτη φορά το έπαθα», αποκρίθηκε σιγανά εκείνη.
«Με αυτό εδώ δεν θα σου ξανασυμβεί. Θέλω να το έχεις πάντα πάνω σου, είτε το φορέσεις είτε όχι. Αν και θα σου έλεγα να περιμένεις λίγο πριν το κάνεις. Θα το έκανες σε παρακαλώ;»
KAMU SEDANG MEMBACA
The Dance Of The Moon
Manusia SerigalaΜια ήρεμη πόλη, με φιλικούς κατοίκους και μηδαμινή εγκληματικότητα. Μια ήρεμη ή όπως φαίνεται στον έξω κόσμο, ζωή μιας μαθήτριας του Ρόμπερτ Σμιθ. Τι συμβαίνει όμως όταν όλα ανατρέπονται; Ο ερχομός των δύο μυστήριων αγοριών στην πόλη, στο λύκειο του...