“Θέλω να με αγκαλιάζεις σφιχτά, να πνίγομαι από το άρωμα σου.”
Previous chapter
Πλευρά Στέλιου
<< Μα ναι φυσικά σε δέκα λεπτά είμαι εκεί >> είπα έκλεισα το τηλέφωνο και ανέβηκα στην μηχανή
____________________________________________________________________________Πλευρά Στέλιου (συνέχεια)
Μέσα σε δέκα λεπτα ήμουν κάτω από το σπίτι της γιαγιάς της Χρύσας. Λογικά κάτι σημαντικό ήθελα να μου πει και με κάλεσε. Χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξε την έξω πόρτα ανέβηκα στο τρίτο με το ασανσέρ. Ήταν όπως την θυμόμουν μια κοντούλα κυρία καλοντυμένη και περιποιημένη γυναίκα.
<< Καλώς ήρθες αγόρι μου περνά μέσα. >> μου είπε. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και πριν προλάβω να μιλήσω με πρόλαβε.
<< Κάτσε στον καναπέ και φέρνω τους καφέδες. Αν θυμάμαι καλά η Χρύσα μου έχει πει ότι τον πίνεις μέτριο. Ελπίζω να έχεις χρόνο να μιλήσουμε. >> είπε και χώθηκε στη κουζίνα.
Κάθισα στον καναπέ χωρίς να μιλήσω σε λίγα λεπτά εμφανίστηκε με έναν δίσκο με τους καφέδες μια κανάτα νερό με ποτήρια και ένα μπολ με βουτήματα.
<< Πείτε μου τι ακριβώς συμβαίνει; >> είπα ενώ ήπια ενώ ήπια την πρώτη γουλία από τον καφέ μου.
<< Η Χρύσα όπως έχεις καταλάβει λείπει. Δεν θα σε ρωτήσω τι έγινε γιατί κατάλαβα ότι κάτι με αγόρι είναι. Δεν ξέρω αν την πλήγωσε ή απλά βάζει πάλι τον εγωισμό της μπροστά. Απλά αγόρι μου δεν θέλω να περάσει τις γιορτές μόνη της θα μαραζώσει. >> μου είπε και με κοίταξε στα μάτια. Είχε καταλάβει πολλά περισσότερα από όσα νόμιζα τελικά.
<< Και από εμένα τι ακριβώς θέλετε; >> ρώτησα χωρίς περιστροφές εξάλλου ήξερε τι να έλεγα.
<< Είναι στο πατρικό μας στην Αράχωβα. Εμείς δεν μπορούμε να πάμε γιατί θα κάνουμε γιορτές με την μητέρα της και θέλω αν μπορείτε να πάτε εσείς για να μη μείνει μόνη της. >> είπε και με κοίταξε σοβαρή
<< Και αν μας ... >> δεν πρόλαβα να τελειώσω την πρόταση μου
<< Δεν πρόκειται να σας δίωξη πέρασε την περίοδο που ήθελε να μείνει μόνη της. Πλέον χρειάζεται ανθρώπους γύρω της απλά ντρέπεται να τους ζητήσει λόγο χαρακτήρα. Το καταλαβαίνεις φαντάζομαι. >> είπε και την κοίταξε στα μάτια. Καταλαβαινομασταν τελικά.
<< Και που βρίσκεται το πατρικό σας όμως; >> ρώτησα και μετά από πολλές εξηγήσεις και οδηγίες. Σηκώθηκε και πήγε και άνοιξε το συρτάρι από ένα έπιπλο στη γωνία του δωματίου.
<< Αυτά είναι τα κλειδιά του σπιτιού. Από τη στιγμή που Χρύσα σε εμπιστεύεται δεν έχω λόγο να μην το κάνω και εγώ. Παρτά. >> μου είπε και μου τα έδωσε. << το σπίτι έχει δύο κραβατοκαμαρες και δύο μεγάλους καναπέδες άρα μπορείτε να πάτε και παρέα. >> είπε τελικά και με αγκάλιασε πριν με σεπροβοδιση
<< Σε ευχαριστώ πολύ που είσαι δίπλα της >> είπε και εγώ απλά την κοίταξα
<< Είναι αδελφή μου, δεν μου χρωστάτε κανένα ευχαριστώ εγώ σας το χρωστάω. >> είπα και με φίλησε μητρικα στα μάγουλα
<< Πήγαινε γιε μου και να προσεύχεται. >> Είπε και με σταύρωσε.
Βγήκα από την πολυκατοικία και καβάλησα κατευθείαν την μηχανή μου. Έβαλα μπρος για το μαγαζί του Τάσου έπρεπε να τον ενημερώσω. Μέσα σε λίγα λεπτά ήμουν εκεί και μπήκα μέσα φουριόζος.
<< Τασούλη κερνάω καφέ. >> φώναξα χαμογελόντας
<< Γιατί ρε τι έγινε; >> με ρώτησε απορημένος από την διάθεση μου.
<< Την βρήκα ρε. >> είπα και εκείνος αστραψε από χαρά
<< Που είναι? >> με ρώτησε γεμάτος ενδιαφέρον
<< Δεν θα σου πω. Απλά ετοίμασε βαλίτσες φέτος θα κάνουμε Χριστούγεννα στο πιο κοσμοπολίτικο χωριό της Ελλάδας. >> είπα και μου χαμογέλασε
<< Δηλαδή; >> είπε κοιτάζοντας με σαν μαλακας
<< Πάμε Αράχωβα να κάνουμε Χριστούγεννα με τη Χρύσα. >> Είπα και εκείνος άρχισε να χοροπηδάει σαν μικρό παιδί
- Χρύσα σου έρχομαι. Το θέμα είναι τι θα πω στην Στεφανία ότι δεν θα κάνω Χριστούγεννα στην Αθήνα μαζί της.