Μια εβδομάδα μετά
Χρύσα pov
Εχει περάσει μια εβδομάδα και ο Στέλιος είναι πραγματικά εξαφανισμένος. Η γιαγιά μου και ο παππούς μου ρωτάνε συνέχεια που είναι και εγώ γιατί δεν είμαι καλα και δεν χαμογελάω καθόλου και δεν τρώω επίσεις. Ο Γιώργος είναι συνέχεια δίπλα μου και μου λέει τα νέα του Στέλιου από πρώτο χέρι. Θέλω να του σπάσω το κεφάλι.
Στο χώρο όλα είναι υπέροχα παρόλο που εγώ με τον Άρη δεν μιλάμε καθόλου. Είναι φριχτος να τον βλέπω στην αγκαλία της κάθε τσούλας και δεν ξέρω και εγώ τι?
Σήμερα είναι παρασκευή έχω χορό και κανονικά θα ερχόταν ο Στέλιος να με πάρει να πάμε στις κόντρες. Δεν ξέρω αν πρέπει να πάρω ρούχα για κόντρες ή απλά αν θα γυρίσω σπίτι. Χωρίς πολύ σκεψη πεταξα το μαύρο το παντελόνι με ένα τοπ μαύρο μέσα στο σάκο και έφυγα για την σχολή.
Μετά από δύο ώρες είχαμε τελείωσει και όπως πάντα εγώ με τον Άρη πήγα στις ντουζίερες για να κανουμε ντουζ και να ντυθουμε. Μιας που δεν είχαμε κάτι να κρύψουμε ο ένας από τον άλλον.
<< Μπορώ να σε πάω εγώ αμά θες. >> τον άκουσα να λεει την ώρα που αλλαζα και έβαζα το μαύρο μου μπούστο
<< Δεν ξέρω Άρη ακόμα ελπίζω! >> του είπα και πήγα προς το καθρευτη
<< Και αν δεν. Τι θα γίνει? >> με ρώτησε με έντονο ύφος
<< Δεν θα γίνει και σταμάτα επιτέλους! >> του είπα θυμωμένα
Με πειραζε που μιλαγε έτσι για τον Στέλιο έξαλλου αυτός δεν είναι καλύτερος. Μαλάκας είναι και εκείνος! Άρπαξα τον σάκο μου και βγήκα έξω. Φυσικά και δεν ήταν Πουθενά αλλά η ελπιδα πεθένει πάντα τελευταία! Έτσι δεν λένε ? Μετά από λίγα λεπτά άκουσα τον Άρη από πίσω μου!
<< Γαμώτο μου θα κρυώσεις φόρα το >> μου είπε και μου έδωσε το δερμάτινο μου. Οντος έκανα ψύχρα εκείνος το βράδυ.
Πήγαινα προς την μηχανή του όταν άκουσα θόρυβο από μηχανή πίσω μου. Αλλά όχι από οποιδήποτε μηχανή από πολύ γνωστή μηχανή. Ναι ήταν εκείνος ήμουν σίγουρη. Γύρισα και τον κοίταξα πλέον ο ήχος είχες σταματήσει και είχε γύρισει και το Κλειδί για να κλείσει εντελώς. Ήταν πολύ ομορφος είχε βάλει ρούχα που συνήθως του διάλεγα εγώ. Μαύρα μποτάκια μαύρο τζιν και άσπρο κολλητό μπλούζακι είχε γένια λίγων ημερών και κόκκινα μάτια. Κοιταζόμασταν στα μάτια και λεγαμε όλα εκείνα που δεν θα υποθούν ποτέ με το στόμα.
<< Θα έρθεις? >> με ρώτησε απλά και τον πλησίασα. Χαιδεψα το μάγουλο του όπως έκανα παλιά όταν δεν ήταν Καλά και με κοίταξε βουρκωμένος. Χαιρέτησα αηχά τον Άρη και εκείνος μας κοίταξε με ένα μισό χαμόγελο να δημιουργήται στα χείλη του. Ήταν σίγουρος ότι θα τα βρούμε και απλά περίμενε να τον επιβαιβεώσουμε εμείς. Ήταν αρκετά καλός.
Ήμασταν πάνω στην μηχανή για αρκετή ώρα. Πιάσαμε παραλιακή και από εκεί καταλλήξαμε σε μια μικρή παραλία που πηγαίναμε πάντα όταν θελαμε να μιλήσουμε. Ήρθε η ώρα να εξηγηθούμε. Και μάλλον ήρθε η ώρα αυτό το φρικίο με τις μπότες την μπύρα και το τσιγάρο στο χέρι με μυαλό ελευθερο να δείξει σε έναν άλλον άνθρωπο αληθινή και έντονη αγάπη. Εκείνος ππυ θεωρούσε την αγάπη ελάττωμα τώρα θα την κάνει δικό του προτέρημα. Απλά θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Έτσι λένε μάτια μου!