«Σε παρακαλώ μην αρχίζεις»
«Μην ανησυχείς δεν θα σε εμποδίσω από το να φύγεις. Ξεκουμπίσου! Πάρε δρόμο! Μα κάνε μου μια χάρη. Μην ξανά γυρίσεις»
«Αλέξη»
Πετάχτηκα απότομα από τον υπνο μου, όσο οι φωνές σιώπησαν και έσβησαν στα σκοτάδια του δωματίου. Ακόμα ένα βράδυ που οι σκηνές από οτι έγινε πριν δυο χρόνια στοίχειωσαν το όνειρο μου. Έμεινα για λίγα δευτερόλεπτα όρθιος και κοίταζα τον τοίχο αντικριστά από το κρεβάτι. Το παντζούρι της μπαλκονόπορτας ήταν ακόμα σηκωμένο. Μάλλον ξεχασμένο από το μεσημέρι. Το φεγγάρι έλαμπε στον ουρανό και από την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα εισερχόταν ο ζεστός αέρας του καλοκαιριού.
Έριξα μια ματιά στο υπέρδιπλο κρεβάτι και απόρησα με τον εαυτό μου. Πως μπόρεσα και το έκανα αυτό;. Πως είχα μπλέξει έτσι;. Πήρα μια βαθειά αναπνοή καθώς σήκωσα την βερμούδα μου από τα κρύα πλακάκια του πατώματος και την φόρεσα. Με αργό και προσεκτικό βήμα, βγήκα από το δωμάτιο και περπάτησα προς την κουζίνα. Άνοιξα το πρώτο ντουλάπι επάνω και μετά από λίγο ψάξιμο στο ράφι βρήκα αυτό που επιθυμούσα. Κατέβασα το μπουκάλι κάτω και το άφησα στο πάγκο προτού ανοίξω την κατάψυξη.
Πήρα μια παγοθήκη στα χέρια μου και αφού πέταξα όσα παγάκια είχαν απομείνει μέσα σε ένα γυάλινο ποτήρι, την άφησα μέσα στο νεροχύτη. Έπειτα αφού άνοιξα το γυάλινο και σκουρόχρωμο μπουκάλι, γέμισα το ποτήρι μέχρι την μέση. Στην συνέχεια το ξανά φύλαξα εκεί που ήταν και πήρα το ποτήρι μαζί μου στο δρόμο για έξω. Βγήκα στο μπαλκόνι και θαύμασα τον νυχτερινό ουρανό καθώς γευόμουν το πικρό αλλά ταυτόχρονα γευστικό ποτό μου. Μετά από όλα όσα είχαν γίνει το ουίσκι είχε γίνει ο καλύτερος σύντροφος μου.
Κανονικά δεν θα έπρεπε κάποιος της τάξεως μου να πίνει. Πως θα με έπαιρναν οι πελάτες μου στα σοβαρά ως ψυχίατρο αν καμία μέρα με έβλεπαν μεθυσμένο ή κουρασμένο από τις αϋπνίες. Μόνο που δεν με ένοιαζε τι θα έλεγαν οι άλλοι για εμένα. Δεν με ένοιαζε αν καμία μέρα έχανα την δουλειά μου. Στην ουσία δεν με ενδιέφερε τίποτα από όλα τα πράγματα στην ζωή μου. Τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να καλύψει το κενό που ένιωθα στην ψυχή μου. Τίποτα και κανένας, όλα γύρω μου ήταν τόσο μουντά και αδιάφορα.
Το μόνο πράγμα που με ενδιέφερε ήταν εκείνη. Ήθελα τόσο πολύ να την δω. Άραγε αυτή με σκεφτόταν καθόλου; Ή μήπως στην ζωή της είχε ήδη προχωρήσει; Η σκέψη από μόνη της μου προκαλούσε θυμό. Δεν ήθελα κανείς να πάρει την θέση μου, δεν θα μπορούσε κανείς να την αγαπήσει όπως εγώ. Αλλά τι λέω ο τρελός; Εγώ ο ίδιος την ώθησα να γνωρίσει κάποιον. Την ώρα που έφευγε της χάρισα το πιο πικρό αντίο. Χάραξα την θύμηση μου στο μυαλό της με τον πιο άσχημο τρόπο.
YOU ARE READING
Το κορίτσι που αγάπησα
RomanceΔεύτερο βιβλιο. «Αλέξη;» Μια γνώριμη φωνή με σταμάτησε στην μέση του δρόμου. Μια φωνή που είχα χρόνια να ακούσω και δεν ήξερα αν ηταν αλήθεια ή απλά η ζωηρή φαντασία μου. Η καρδιά μου σφίχτηκε σαν άκουσα την γλυκιά μελωδία της χροιάς της. Δεν μπορ...