16-hangover

25 3 0
                                    

Ανοίγω τα μάτια μου και δέν ξέρω , που ακριβώς βρίσκομαι , το κεφάλι μου πονάει πιθανών απο εχτές μα καλά , πόσο είπια; σηκόνωμαι απο τον καναπέ όπου είμαι ξαπλωμένη και κοιτάω καλύτερα το χόρο που βρίσκομαι , μα αυτό είναι το σπίτι , το σπίτι του Άλεξ , γαμώτο! τί στο καλό συνέβη εχτές;

Το πρωί της ίδιας μέρας

Εχεί μία ευδομάδα να πάω στη συμμορία , ειμαί σίγουρη πως με ψάχνουν και ο πατέρας μου θα έχει ήδη ανυσηχήση πολύ. Ο Ορίονας είναι πολύ καλός μαζί μου και μου είπε να κάτσω για όσο χριαστεί αλλά σε κάποια φάση θα πρέπει να βρώ τον δρόμο μου μόνη μου .

Τις πρώτες μέρες , όλοι τους με επέρναν τηλέφωνο ακόμη και η Κάτ , βεβαίος και δέν το σήκωσα. Φοράω το δερμάτινο μου και πιάνω τα μαλλιά μου σε έναν ψηλό κότσο , ο Ορίονας μπαίνει στο δωμάτιο κρατώντας ένα τόστ «σου έφερα κάτι να φάς» λέει και μου δίνει το πιάτο που κρατάει στα χέρια του. Του κάνω νόημα πως δέν πεινάω έτσι το αφήνει πάνω στο κρεβάτι του.

«Σήμερα θα βγούμε» λέει και μου χαμογελάει «δέν μου αρέσουν οι εξόδοι» λέω με ένα μονότονο ύφος στο βλέμμα μου , «Έλα τώρα Έλλη θα περάσουμε καλά , θα είμαι εγώ εκεί» «Ορίονα απλά να δέν έχω και τις καλυτερές αναμνήσεις» «Στο υπόσχομαι θα περάσουμε καλά , είναι σάββατο πρέπει να βγείς»κάνει λίγο να με πίσει , αλλα στο τέλος με πείθει , ελπίζω να μήν το μετανιώσω.

...

Τον βλέπω να μπαίνει μέσα στο κλάμπ , ε γαμώ την τύχη μου , σοβαρά τώρα; τόσο άτυχη πλέον; Γυρνάω στον μπαρίστα και του λέω να μου βάλει ένα ποτό «κερασμένο» μου λέει και πίνω το υγρό που περιείχε μέσα το ποτήρι , νιώθω το κάψιμο στο λέμο μου και κάνω μία φάτσα αηδίας παρ'όλα αυτα ζητάω να μου γεμίσει το ποτήρι και αυτή τη φορα να το κάνει διπλό.

Τον βλέπω είναι εκεί , στέκεται μέσα στη μέση της αίθουσας και χερετάει κόσμο , κυρίως κοπέλες. Δέν έχει προσέξη πως είμαι εδώ , καταιβάζω το ποτό μου και γυρνάω το βλέμμα μου πάλη πάνω του , είναι εδώ στο ίδιο μέρος με εμένα μετά απο μία ευδομάδα , μου'χει λύψει ο χαζός αλλα με την Κάτ; τελικά είχα δίκαιο όταν είπα πως έχει πάει με όλες απο την συμμορία.

χορέυει , τα χέρια του μεταφέρονται πάνω στη μέση μιας ξανθίας κοπέλας , που λικνίζει το κορμί της μπροστά του , όταν γυρνάει προς το μέρος μου αναγνωρίζω απευθείας το πρόσωπο που είναι πλέον γνώριμο για εμένα. Κάτ . Νιώθω δύο χέρια να τυλήγονται γύρω απο τη μέση μου και γυρίζω απότομα να δω ποιόε είναι «Ορίονα; με τρόμαξες » λέω ενώ τον κοιτάω «Βαρέθηκες; θές να φύγουμε;» με ρωτάει και γυρίζω να κοιτάξω τον Άλεξ που πλέον δέν βρίσκεται στην πίστα με την Κάτ. «Έλλη ;» με ρωτάει ο Ορίονας ξανά «Όχι , όχι , είμαι μια χαρά » λέω και χαμογελάω και χαμογελάω όσο πιο αληθινά μπορώ , για να με αφήσει ήσηχη , κάνω νόημα στο μπάρ να μου βάλει ακόμη ένα ποτό και το καταιβάζω με τη μία ,πιάνω το κεφάλι μου μιας και έχει αρχίσει να με πονάει.

Αναιβένω τι σκάλα σιγά σιγά μιας και νομίζω πως σε λίγο θα σοριαστό κάτω , ανοίγω την πόρτα του μπάνιου και τρέχω μέσα στην τουαλέτα , και ναιπ μόλις έκανα εμετό. Σκουπίζω το στόμα μου με το χέρι μου και λούζω το πρόσωπο μου με κρύο νέρο .

Αναστεναγμοί ακούγονται απο μία κλιστή πόρτα της τουαλέτας , κλέινω το στώμα μου με το χέρι μου για να μήν γελάσω μιάς και είμαι μεθυσμένη απο όσο καταλάβατε όλοι , ναιπ τελικά 4 ποτήρια ουισκι , βοτκα δέν ξέρω και εγώ δέν ήταν καλά . «Άλεξ!» ακούγεται μέσα απο το στώμα της κοπελάς που διακόπτη αμέσως τις σκέψεις μου. Βγαίνω γρήγορα απο τον μπάνιο και κοιτάω απο πάνω την γεμάτη αίθουσα με κόσμο , εντοπίζω την Κάτ , αλλά όχι τον Άλεξ , αρα μέσα είναι με άλλη , νομίζω πως τον ψάχνει μιας και κοιτάω γύρω της μπερδεμένη , που' να ξερές .

Καταιβένω πάλι στο μπαρ , και καταιβάζω ένα σφηνάκι , μία ζαλάδα αρχίζει να κάνει την εμφάνιση της και η επίρεια του ποτού με κάνει να κάνω πράγματα που θα μετανίωσω και μετά.. πηγαίνω στον Ορίονα και τηλήγω το χέρι μου γύρω απο το λαιμό μου ενώ ενόνω τα χείλη μας με ένα έντονο φιλή , με σταματάει «Έλλη είσαι μεθυσμένη και δέν ξέρεις τι κάνεις » λέει και με απομακρύνει απο πάνω του , χα Άλεξ είδες κάνω και εγω τέτοια . Χαμογελάει «Άν όταν είσαι νηφάλια και θές πάλι τα ίδια τότε βλέπουμε » πάω να πέσω αλλά με συγκρατεί . Με σταθεροπιή και γελάω .

Βγαίνω έξω για να πάρω καθαρό αέρα και κάθομαι πάνω σε ένα παγκάκι. Γέλια ακούγονται στην είσοδο και γυρνάω το βλέμμα μου προς τα εκέι ο Άλεξ με μία μαυρομάλλα ή κοκκινομάλα μιάς και είναι νύχτα και εγώ δέν είμαι τελείος στα καλά μου αυτη τη στιγμή.

«Έλλη;» λέει με ένα αυστηρό τόνο o Άλεξ, μιάς και έχω εξαφανιστη την τελευταία ευδομάδα και ακόμη έχω την απορία πως ο πατέρας μου δέν τους σκότωσε. Σηκόνομαι πάνω και πάω να πέσω αλλά με συγκρατεί «Πού ήσουν ; πόση ώρα είσαι εδώ;ο πατέρας σου τρελάθηκε , ξέρεις σε τι μπελά μας έχεις βάλει όλους » κάνει νόημα στη κοπέλα να μας αφήσει μόνους .

Αρχίζει να με βομβαρδίζει με ερωτήσεις και το κεφάλι μου πονάει ακόμη περισσότερο , πίανω το κεφάλι μου και κλέινω το πρόσωπο μου μέσα στις παλάμες μου , γελάω και τον βλέπω που σφήγγει της γροθιές του «Πάς καλά κοριτσάκι μου , μήπως δέν έχεις καταλάβει την σοβαρότητα της κατάστασης » « Κοριτσάκι μου , οοοχιιιιιι δέν είμαι εγώ αυτή ή μήπως είμαι , η είναι η Κάτ ,ή εκείνη η μαυρομάλλα ή κοκκινομάλλα ήταν; πφφ δέν ξέρω » με κοιτάει και ξεφυσάει «Είσαι μεθυσμένη έτσι , γαμώτο Έλλη πόσο ήπιες;» «Δέν έχει σημασία , εσύ πώς πέρασες Άλεξ στις τουαλέτες;» λέω και μετά κάνω έναν αναστεναγμό όπως η κοπέλα. Πάει να ανοίξει το στώμα μου για να απαντήσει στην ερώτηση μου , αλλά τον διακόπτω «Άλεξ;» «τί;» ρωτάει «πιάσεμαι» λέω και νίωθω το σώμα μου να βαρένει και μετά όλα μαύρα.

We are undercover nowDonde viven las historias. Descúbrelo ahora